μισθαποδοσία: Difference between revisions
(3) |
(1ba) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μισθαποδοσία:''' ἡ воздаяние NT. | |elrutext='''μισθαποδοσία:''' ἡ воздаяние NT. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μισθᾰποδοσία, ἡ,<br />[[payment]] of wages, [[recompense]], NTest. [from μισθᾰποδότης] | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A payment of wages, recompense, Ep.Hebr.2.2, 10.35.
German (Pape)
[Seite 190] ἡ, das Abtragen des schuldigen Lohnes, Soldgeben, Sold, N. T. Vgl. μισθοδοσία.
Greek (Liddell-Scott)
μισθᾰποδοσία: ἡ, ἀπόδοσις μισθοῦ, ἀμοιβή, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. Β΄, 2, Ι΄, 35.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
juste rétribution, salaire.
Étymologie: μισθαποδότης.
English (Strong)
from μισθαποδότης; requital (good or bad): recompence of reward.
English (Thayer)
μισθαποδοσιας, ἡ (μισθός and ἀποδίδωμι; cf. the μισθοδοσία of the Greek writings (Winer s Grammar, 24)), payment of wages due, recompense: of reward, Hebrews 2:2. (Several times in ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
μισθαποδοσία, ἡ (ΑΜ) μισθαποδότης
1. καταβολή μισθού, αμοιβή
2. ανταμοιβή, ανταπόδοση
μσν.
θεϊκή ανταμοιβή στη μέλλουσα ζωή
αρχ.
ποινή, τιμωρία («πᾶσα παράβασις καὶ παρακοή ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν», ΚΔ).
Greek Monotonic
μισθᾰποδοσία: ἡ, καταβολή μισθού, ανταμοιβή, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
μισθαποδοσία: ἡ воздаяние NT.
Middle Liddell
μισθᾰποδοσία, ἡ,
payment of wages, recompense, NTest. [from μισθᾰποδότης]