δολιχήρετμος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
(1b)
(1ab)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δολιχήρετμος:''' с длинными веслами, длинновесельный, т. е. предпринимающий дальние плавания ([[νηῦς]], Φαίηκες Hom.; [[Αἴγινα]] Pind.).
|elrutext='''δολιχήρετμος:''' с длинными веслами, длинновесельный, т. е. предпринимающий дальние плавания ([[νηῦς]], Φαίηκες Hom.; [[Αἴγινα]] Pind.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δολῐχ-ήρετμος, ον <i>adj</i> [[ἐρετμός]]<br />[[long]]-[[oared]], of a [[ship]], Od.; of men, using [[long]] oars, Od.
}}
}}

Revision as of 21:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολῐχήρετμος Medium diacritics: δολιχήρετμος Low diacritics: δολιχήρετμος Capitals: ΔΟΛΙΧΗΡΕΤΜΟΣ
Transliteration A: dolichḗretmos Transliteration B: dolichēretmos Transliteration C: dolichiretmos Beta Code: dolixh/retmos

English (LSJ)

ον, (ἐρετμός)

   A long-oared, of a ship, Od.4.499, etc.; of the Phaeacians, using long oars, 8.191; δ. Αἴγινα Pi.O.8.20.

German (Pape)

[Seite 654] mitlangen Rudern; Apoll. Lex. Hom. p. 59, 32 Δολιχήρετμοι· μακρόκωποι. Homer sechsmal: Odyss. 8, 191. 369. 13, 166 Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσίκλυτοι ἄνδρες; Odyss. 19, 339. 23, 176 ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο; Odyss. 4, 499 νηυσὶ δολιχηρέτμοισιν. Vgl. φιλήρετμος u. ἐπήρετμος. – Αἴγινα Pind. Ol. 8, 20.

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχήρετμος: -ον, (ἐρετμὸς) ὁ μακρὰς ἔχων κώπας, νῆες Ὀδ. Δ. 499, κτλ.· Φαίηκες = μεταχειριζόμενοι μακρὰς κώπας, Θ. 191· δ. Αἴγινα Πίνδ. Ο. 8. 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux longues rames.
Étymologie: δολιχός, ἐρέτμος.

English (Autenrieth)

(ἐρετμός): long-oared, making use of long oars; epith. of ships, and of the Phaeacian men. (Od.)

English (Slater)

δολῐχήρετμος, -ον
   1 with long oars δολιχήρετμον Αἴγιναν (O. 8.20) (cf. ναυσικλυτὸς Αἴγινα (I. 9.1) )

Spanish (DGE)

(δολῐχήρετμος) -ον

• Morfología: [gen. -οιο Od.19.339, 23.176]
1 de naves de largos remos, Od.4.499, ll.cc.
2 de pers. que usa largos remos los feacios Od.8.191
fig. marinera de la isla de Egina, Pi.O.8.20.

Greek Monolingual

δολιχήρετμος, -ον (Α)
1. (για πλοίο) που έχει μακριά κουπιά
2. (για άνθρωπο) που μεταχειρίζεται μακριά κουπιά.

Greek Monotonic

δολῐχήρετμος: -ον (ἐρετμός), αυτός που έχει μακριά κουπιά, λέγεται για καράβι, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ναύτες, αυτοί που μεταχειρίζονται μακριά κουπιά, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δολιχήρετμος: с длинными веслами, длинновесельный, т. е. предпринимающий дальние плавания (νηῦς, Φαίηκες Hom.; Αἴγινα Pind.).

Middle Liddell

δολῐχ-ήρετμος, ον adj ἐρετμός
long-oared, of a ship, Od.; of men, using long oars, Od.