κάρτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(nl)
(1ab)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κάρτος -ους, zonder contr. -εος, τό ep. voor κράτος.
|elnltext=κάρτος -ους, zonder contr. -εος, τό ep. voor κράτος.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κάρτος]], εος, [epic for [[κράτος]]<br />[[strength]], [[vigour]], [[courage]], Hom., Hes.
}}
}}

Revision as of 23:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρτος Medium diacritics: κάρτος Low diacritics: κάρτος Capitals: ΚΑΡΤΟΣ
Transliteration A: kártos Transliteration B: kartos Transliteration C: kartos Beta Code: ka/rtos

English (LSJ)

εος, τό, Ep. and Dor. for κράτος (for which it is v.l. in Hdt.8.2),

   A strength, vigour, κάρτεϊ καὶ σθένεϊ σφετέρῳ Il.17.322; κάρτος τε βίη τε Od.6.197; violence, force, κάρτεϊ νικήσας πατέρα Hes.Th. 73; κάρτεϊ, = βίᾳ, Leg.Gort.2.3, al.

German (Pape)

[Seite 1331] τό, ep. = κράτος, Stärke, Kraft, Muth; Il. 9, 254; καὶ σθένος 17, 321; καὶ βίη Od. 6, 197; ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν Il. 11, 9; Hes. Th. 73 u. sp. D.; auch Her. 8, 2 v. l.

Greek (Liddell-Scott)

κάρτος: -εος, τό, Ἐπικ. ἀντὶ κράτος (ὃ ἴδε), ἰσχύς, δύναμις, ῥώμη, κάρτεϊ καὶ σθένει σφετέρῳ, Ἰλ. Ρ. 322· κάρτος τε βίη τε Ὀδ. Ζ. 197· κάρτεϊ νικήσας πατέρα Ἡσ. Θ. 73· παρ’ Ἡροδ. 8. 2 ἐν ταῖς νεωτέραις ἐκδόσεσι διορθοῦται κράτος, κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν παρ’ αὐτῷ χρῆσιν.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
épq. et ion. c. κράτος.

English (Autenrieth)

see κράτος.
εος: superior strength, might, power, then mastery, victory, Od. 1.359, Od. 21.280.

Greek Monolingual

κάρτος, τὸ (Α)
(επικ. και δωρ. τ.) βλ. κράτος.

Greek Monotonic

κάρτος: -εος, τό, Επικ. αντί κράτος, δοτ. κάρτεϊ, δύναμη, ρώμη, ακμή, σθένος, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

κάρτος: εος τό эп.-ион. (= κράτος) сила, мощь, мужество (χειρῶν Hom.; βίῃ καὶ κάρτεϊ Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάρτος -ους, zonder contr. -εος, τό ep. voor κράτος.

Middle Liddell

κάρτος, εος, [epic for κράτος
strength, vigour, courage, Hom., Hes.