προπάτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(nl)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προπάτωρ -ορος, ὁ [πρό, πατήρ] voorvader.
|elnltext=προπάτωρ -ορος, ὁ [πρό, πατήρ] voorvader.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προ-[[πάτωρ]], ορος, ὁ, [πᾰτήρ]<br />the [[first]] [[founder]] of a [[family]], [[forefather]], Hdt., Eur.:—in pl. ancestors, forefathers, Hdt., etc.; ὦ Ζεῦ, προγόνων [[προπάτωρ]] Soph.
}}
}}

Revision as of 00:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπάτωρ Medium diacritics: προπάτωρ Low diacritics: προπάτωρ Capitals: ΠΡΟΠΑΤΩΡ
Transliteration A: propátōr Transliteration B: propatōr Transliteration C: propator Beta Code: propa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, (πατήρ)

   A first founder of a family, forefather, Pi.N.4.89, Hdt.2.161,9.122, E.Or.1441 (lyr.); ὦ Ζεῦ, προγόνων προπάτωρ S.Aj.387 (lyr., s.v.l.); opp. πατήρ, Pl.Lg.931d; ancestor of a tribe, OGI446.3 (Phrygia); θεὸς ὁ π. Herm. ap. Stob.1.49.44, cf.Id.ib.3.11.31, IGRom.4.1213, 1215 (Thyatira); Διόνυσος ὁ π. τῆς πόλεως D.Chr.39.8, cf. BCH4.157 (Erythrae); primal god, PMag.Par.1.1988, PMag. Leid.V.7.26; π. τῶν ἐν γενέσει δημιουργὸν προτάττουσι Iamb.Myst.8.4: in pl., ancestors, forefathers, Hdt.2.169, Pl.Lg.717e; founders, inventors of arts and sciences, Vett. Val.3.22.

German (Pape)

[Seite 739] ορος, ὁ, Vorvater, Stammvater, Ahnherr; Pind. N. 4, 89; Ζεῦ, προγόνων προπάτωρ, Soph. Ai. 380; Eur. Or. 144; u. in Prosa: Her. 2, 161. 9, 122; οἱ προπάτορες, die Altvordern, Vorfahren, 2, 169; Plat. Legg. IV, 717 e.

Greek (Liddell-Scott)

προπάτωρ: -ορος, ὁ, (πατὴρ) ὁ πρῶτος πατὴρ τοῦ γένους, γενάρχης, Πινδ. Ν. 4. 145, Ἡρόδ. 2. 161, 9. 122, Εὐρ. Ὀρ. 1441· ὦ Ζεῦ, προγόνων προπάτωρ Σοφ. Αἴ. 389· ἐπὶ ἄλλων προστατῶν θεῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 3497, 3500· ― ἐν τῷ πλθ., πρόγονοι, Ἡρόδ. 2 169, Πλάτ. κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.· «προπάτωρ πατρὸς πατήρ», καὶ κατὰ Φώτ. «προπάτωρ: ἢ ὁ πάππος ἢ ὁ πρόγονος».

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
aïeul, ancêtre ; οἱ προπάτορες, les ancêtres.
Étymologie: πρό, πατήρ.

English (Slater)

προπᾰτωρ
   1 grandfather τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ i. e. grandfather of Timasarchus (N. 4.89)

Spanish

primer padre

Greek Monolingual

-ορος, ο, ΝΜΑ, και προπάτορας Ν
1. ο πρώτος πατέρας γένους, ο γενάρχης
(α. «στη γη όπου έζησαν οι προπάτορές μας» β. «ὦ Ζεῡ, προγόνων προπάτωρ», Σοφ.)
2. πληθ. οι προπάτορες
α) οι πατριάρχες της Παλαιάς Διαθήκης Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ
β) (γενικά) οι πρόγονοι
νεοελλ.-μσν.
φρ. «Κυριακή τών Προπατόρων» — η Κυριακή πριν από τα Χριστούγεννα
μσν.
ο παππούς
μσν.-αρχ.
ο πρώτος ή ο αρχικός δημιουργός σε τέχνη, επιστήμη, σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. α-πάτωρ, μονο-πάτωρ.

Greek Monotonic

προπάτωρ: -ορος, ὁ (πᾰτήρ), ο πρώτος θεμελιωτής της οικογένειας, του γένους, γενάρχης, σε Ηρόδ., Ευρ.· σε πληθ., πρόγονοι, προπάτορες, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ὦ Ζεῦ, προγόνων προπάτωρ, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

προπάτωρ: ορος (ᾰ) ὁ праотец, пращур, предок Pind., Her., Soph., Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προπάτωρ -ορος, ὁ [πρό, πατήρ] voorvader.

Middle Liddell

προ-πάτωρ, ορος, ὁ, [πᾰτήρ]
the first founder of a family, forefather, Hdt., Eur.:—in pl. ancestors, forefathers, Hdt., etc.; ὦ Ζεῦ, προγόνων προπάτωρ Soph.