προσπλέκω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσπλέκω:''' <i>-ξω</i>, [[συνδέω]] μαζί — Παθ., προσκολλώμαι σε, εμπλέκομαι με, <i>τινί</i>, σε Στράβ.
|lsmtext='''προσπλέκω:''' <i>-ξω</i>, [[συνδέω]] μαζί — Παθ., προσκολλώμαι σε, εμπλέκομαι με, <i>τινί</i>, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<[[form]] [[type]]="infl"><orth [[extent]]="[[full]]" lang="greek">ξω</orth></[[form]]><br />to [[connect]] with:—Pass. to cling to, be implicated with, τινι Strab.
}}
}}

Revision as of 00:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπλέκω Medium diacritics: προσπλέκω Low diacritics: προσπλέκω Capitals: ΠΡΟΣΠΛΕΚΩ
Transliteration A: prosplékō Transliteration B: prosplekō Transliteration C: prospleko Beta Code: prosple/kw

English (LSJ)

   A connect with, τινί τινα M.Ant.10.7; mix with a medicine, Archig. ap. Gal.12.645:—Pass., cling to, attach oneself or be attached to, Plb.5.60.7, Plu.2.796b; εἴδει ἑτέρῳ Dam.Pr.84; in hostile sense, attack, τῷ Διονύσῳ Arg.1 Ar.Ra.; fasten upon, in argument, λέξει Gal.1.176; to be mixed up with, μυθώδη τινὰ -πέπλεκται τοῖς λεγομένοις Str.1.1.10; of astrological relationship, Vett. Val.119.27.

German (Pape)

[Seite 778] daranknüpfen, damit verbinden, Sp. – Med., Pol. 5, 60, 7, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προσπλέκω: συμπλέκω μετά τινος, σχετίζω, τινί τι Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 10. 7, Γαλην. - Παθ., προσκολλῶμαι εἴς τι, Πολύβ. 5. 60, 7· ἐμπλέκομαι, περιπλέκομαι εἴς τι, τινι Στράβ. 6, Πλούτ. 2. 796Α· ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, ἔχις δὲ θερμὸς προσπλακεὶς τῇ συζύγῳ Φιλῆ στίχοι περὶ Ζῴων ἰδιότ. 70. 1.

French (Bailly abrégé)

nouer à, enlacer à ; joindre à;
Moy. προσπλέκομαι en venir aux mains avec, τινι.
Étymologie: πρός, πλέκω.

Greek Monolingual

ΜΑ
πλέκω, συμπλέκω κάτι με κάτι άλλο
μσν.
παθ. προσπλέκομαι
α) (για φίδια) ζευγαρώνω
β) προσκολλώμαι σε κάτι
αρχ.
1. αναμιγνύω κάτι με ένα φαρμακευτικό παρασκεύσμα
2. παθ. α) εμπλέκομαι σε κάτι («μυθώδη τινὰ προσπλέκεται τοῑς λεγομένοις», Στράβ.)
β) (με εχθρική σημ.) συμπλέκομαι με κάποιον
γ) επιμένω σε μια συζήτηση ή σε ένα επιχείρημα.

Greek Monotonic

προσπλέκω: -ξω, συνδέω μαζί — Παθ., προσκολλώμαι σε, εμπλέκομαι με, τινί, σε Στράβ.

Middle Liddell

<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">ξω</orth></form>
to connect with:—Pass. to cling to, be implicated with, τινι Strab.