συμβιβαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμβῐβαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που οδηγεί σε [[συνδιαλλαγή]], [[συμφιλιωτικός]], [[ειρηνευτικός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''συμβῐβαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που οδηγεί σε [[συνδιαλλαγή]], [[συμφιλιωτικός]], [[ειρηνευτικός]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συμβῐβαστικός, ή, όν [from συμβῐβάζω]<br />[[leading]] to [[reconciliation]], Plut.
}}
}}

Revision as of 01:28, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβῐβαστικός Medium diacritics: συμβιβαστικός Low diacritics: συμβιβαστικός Capitals: ΣΥΜΒΙΒΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: symbibastikós Transliteration B: symbibastikos Transliteration C: symvivastikos Beta Code: sumbibastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A leading to reconciliation, Plu.Alc.14; proving, Iamb. in Nic. p.15 P. Adv. -κῶς Olymp. in Alc.p.22 C.

German (Pape)

[Seite 978] ή, όν, zur Versöhnung, zum Vertrage, Vergleiche gehörig, dazu führend, Sp.; τὸ συμβιβαστικόν, = συμβίβασις, Plut. Alcib. 14.

Greek (Liddell-Scott)

συμβῐβαστικός: -ή, -όν, ὁ ἄγων εἰς συμβιβασμόν, εἰς συνδιαλλαγήν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 14.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
conciliant.
Étymologie: συμβιβάζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμβιβαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συμβιβάζω
αυτός που συμβάλλει στον συμβιβασμό, που επιδιώκει να συμβιβάσει τους διαμαχομένους
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, διαλλακτικός
2. (για αφηρημ. έννοιες) ενδοτικός, υποχωρητικός.
επίρρ...
συμβιβαστικώς / συμβιβαστικῶς ΝΜΑ, και συμβιβαστικά Ν
με τάση για συμβιβασμό, για συνδιαλλαγή.

Greek Monotonic

συμβῐβαστικός: -ή, -όν, αυτός που οδηγεί σε συνδιαλλαγή, συμφιλιωτικός, ειρηνευτικός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

συμβῐβαστικός, ή, όν [from συμβῐβάζω]
leading to reconciliation, Plut.