μεγαλήνωρ: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεγᾰλήνωρ:''' дор. μεγᾰλάνωρ, ορος (ᾱν) adj.<br /><b class="num">1)</b> дающий уверенность в себе, внушающий бодрость ([[ἁσυχία]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> высокомерный, надменный Pind. | |elrutext='''μεγᾰλήνωρ:''' дор. μεγᾰλάνωρ, ορος (ᾱν) adj.<br /><b class="num">1)</b> дающий уверенность в себе, внушающий бодрость ([[ἁσυχία]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> высокомерный, надменный Pind. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μεγᾰλ-ήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, [[ἀνήρ]]<br />[[very]] [[manly]], [[heroic]]: [[self]]-[[confident]], [[haughty]], Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:40, 10 January 2019
English (LSJ)
Dor. μεγᾰλ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, (ἀνήρ)
A high-souled, epith. of Ἡσυχία, Pi.Fr. 109. 2 haughty, Id.P.1.52.
German (Pape)
[Seite 105] ορος, ὁ, dor. μεγαλάνωρ, männlich groß, von hohem Muthe, vom Löwen, Opp. Cyn. 4, 179, vgl. auch μεγαλήτωρ; – auch tadelnd, hochmüthig, Pind. P. 1, 52; aber frg. 228 bei Pol. 4, 31 nennt er den Frieden ἡσυχία μ., der die Männer groß macht, oder große Männer hervorbringt.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (ἀνὴρ) λίαν ἀνδρικός, μεγαλόφρων, μεγαλόψυχος, ἀνδρεῖος, ἐπίθ. τῆς Ἡσυχίας, Πινδ. Ἀποσπ. 228 πρβλ. μεγαλόφρων· - ὑψηλόφρων, ὑπερήφανος, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 99.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
1 confiant en soi;
2 orgueilleux.
Étymologie: μέγας, ἀνήρ.
Greek Monolingual
μεγαλήνωρ, -ορος, δωρ. τ. μεγαλάνωρ, ὁ, ἡ (Α)
1. μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος, γενναιόψυχος
2. υπερήφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ήνωρ (< ἀνήρ), προ βλ. ευ-ήνωρ. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
μεγᾰλήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ), πολύ ανδρείος, ηρωϊκός, με αυτοπεποίθηση, υπεροπτικός, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλήνωρ: дор. μεγᾰλάνωρ, ορος (ᾱν) adj.
1) дающий уверенность в себе, внушающий бодрость (ἁσυχία Pind.);
2) высокомерный, надменный Pind.
Middle Liddell
μεγᾰλ-ήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἀνήρ
very manly, heroic: self-confident, haughty, Pind.