μητραγύρτης: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μητρᾰγύρτης:''' ου ὁ собирающий подаяния для богини Кибелы, нищенствующий жрец Arst.
|elrutext='''μητρᾰγύρτης:''' ου ὁ собирающий подаяния для богини Кибелы, нищенствующий жрец Arst.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />a [[begging]] [[priest]] of [[Cybele]], the [[mother]] of the gods:—[[Iphicrates]] gave [[this]] [[name]] to [[Callias]], who was [[really]] her Δᾳδοῦχος, Arist.
}}
}}

Revision as of 04:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρᾰγύρτης Medium diacritics: μητραγύρτης Low diacritics: μητραγύρτης Capitals: ΜΗΤΡΑΓΥΡΤΗΣ
Transliteration A: mētragýrtēs Transliteration B: mētragyrtēs Transliteration C: mitragyrtis Beta Code: mhtragu/rths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A begging priest of Cybele: nickname of Callias (ὁ Δᾳδοῦχος), Arist.Rh.1405a20; of Ptolemy Philopator, Plu.Cleom.36; title of play by Antiphanes.

German (Pape)

[Seite 179] ὁ, ein Priester der Göttermutter Cybele, der für die Göttinn bettelnd im Lande herumzieht, Arist. rhet. 3, 2 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

μητρᾰγύρτης: -ου, ὁ, ἐπαιτῶν ἱερεὺς τῆς Κυβέλης, τῆς μητρὸς τῶν θεῶν, εἶδος ἐπαιτοῦντος μοναχοῦ, Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 645· - ὁ Ἰφικράτης ἔδωκε τὸ ὄνομα τοῦτο εἰς τὸν Καλλίαν, ὅστις ἦτο πράγματι Δᾳδοῦχος αὐτῆς, (ἴδε ἐν λέξει), Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10· - ὁ Ἀντιφάνης ἔγραφε κωμῳδίαν φέρουσαν τὸ ὄνομα τοῦτο, καὶ μεταχειρίζεται ὡσαύτως τὸ ῥῆμα μητραγυρτέω, ἐν «Μισοπονήρῳ» 1. 8, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 19.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
prêtre de Cybèle qui mendiait pour la déesse.
Étymologie: μήτηρ, ἀγείρω.

Greek Monolingual

ο (Α μητραγύρτης)
1. ως κύριο όν. Μητραγύρτης
τίτλος κωμωδίας του Αντιφάνους
2. συν. στον πληθ. οι μητραγύρτες
(κατά την αρχαιότητα) περιπλανώμενοι ιερείς της Μεγάλης Μητέρας Κυβέλης, οι οποίοι διέδιδαν τη λατρεία της θεάς, διηγούνταν ιστορίες και ζητούσαν εισφορές γι' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ἀγύρτης «ζητιάνος» (< ἀγείρω), πρβλ. μην-αγύρτης].

Greek Monotonic

μητρᾰγύρτης: -ου, ὁ, ο ιερέας της Κυβέλης που επαιτεί, η Κυβέλη, Μητέρα των θεών· ο Ιφικράτης έδωσε αυτό το όνομα στον Καλλία που ήταν πράγματι Δᾳδοῦχος τῆς Κυβέλης, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μητρᾰγύρτης: ου ὁ собирающий подаяния для богини Кибелы, нищенствующий жрец Arst.

Middle Liddell


a begging priest of Cybele, the mother of the gods:—Iphicrates gave this name to Callias, who was really her Δᾳδοῦχος, Arist.