γαληνός: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(1a)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γαλήνη]]<br />[[calm]]; γαλήν' ὁρῶ I see a [[calm]], Eur.; of persons, [[gentle]], Eur.
|mdlsjtxt=[[γαλήνη]]<br />[[calm]]; γαλήν' ὁρῶ I see a [[calm]], Eur.; of persons, [[gentle]], Eur.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γαληνός]] -όν [[γαλήνη]] kalm, rustig:; ἐκ κυμάτων... [[αὖθις]] αὖ γαλήν (α) ὁρῶ na de golven zie ik nu weer een kalme zee Eur. Or. 279; overdr. : ἐκ γαληνῶν... προσφθεγμάτων na hun bedaarde woorden Eur. Hec. 1160; ὦ [[καρδία]]... πρὶν... ἐς ξένους γαληνὸς [[ἦσθα]] o hart, vroeger was je rustig jegens vreemdelingen Eur. IT 345.
}}
}}

Revision as of 06:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαληνός Medium diacritics: γαληνός Low diacritics: γαληνός Capitals: ΓΑΛΗΝΟΣ
Transliteration A: galēnós Transliteration B: galēnos Transliteration C: galinos Beta Code: galhno/s

English (LSJ)

όν (ή, όν Cat.Cod.Astr.1.136),

   A calm, esp. of the sea, γαλήν' ὁρῶ (neut. pl.) I see a calm, E.Or.279; of persons, gentle, Id.IT345; γ. προσφθέγματα Id.Hec.1160; γαληνὴ ἕξις μετώπου Arist. Phgn.812a1; βίος Pl.Ax.370d, Ph.1.411; τὸ γ. Them.Or.34p.459D.; as title, γαληνότατος δεσπότης PGrenf.1.60.16 (vi A. D.). Adv. -νῶς D.L.9.45: Comp. -νότερον J.BJ1.28.2.

German (Pape)

[Seite 472] όν, windstill, ruhig; vom Meere Eur. Or. 279; Luc. D. Mar. 10, 2; übh. ruhig, heiter, προσφθέγματα Eur. Hec. 1160; εἴς τινα I. A. 345; βίος Plat. Ax. 370 d u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γαληνός: -όν, ἥσυχος, ἰδίως ἐπὶ τῆς θαλάσσης, γαλήν᾽ ὁρῶ (οὐδ. πληθ.) βλέπω γαλήνην, Εὐρ. Ὀρ. 279, ἔνθα ἴδε Πόρσ.· γ. ἦμαρ, κατὰ τὸν Herm. ἀντὶ κάλλιστον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 900· ἐπὶ προσώπων, πρᾶος, μαλακός, ἤπιος, Εὐρ. Ι. Τ. 345· γ. προσφθέγματα ὁ αὐτ. Ἑκ. 1160· γαληνὴ ἕξις μετώπου Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 30· γαληναίῃσιν [ὀπωπαῖς] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 403. 2.― Ἐπίρρ. –νῶς, Διογ. Λ. 9. 45.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
calme, serein.
Étymologie: cf. γαλήνη.

Spanish (DGE)

(γᾰληνός) -όν
1 calmado, sereno, tranquilo s. cont., Ibyc.228.1S., esp. de la mar, puertos, Str.1.3.8, Longus 2.25.2, Aesop.223, gener. ἅπαντα Luc.DMar.9.2, ὅρμος Longus 2.25.2, κίνημα Hld.3.3.7, Simp.in Epict.p.66
fig. ψυχαί Cat.Cod.Astr.1.136.13
de pers. apacible, sereno E.IT 345, M.Ant.7.75
de palabras suave γαληνὰ προσφθέγματα E.Hec.1160
neutr. compar. como adv. γαληνότερον más suavemente γ. διαλέγεσθαι Rom.Mel.82.ιηʹ.2
γαληνὴ ἕξις μετώπου disposición suave de la frente Arist.Phgn.812a1, ὄμματα I.BI 1.558, βίος γ. vida apacible Pl.Ax.370d, Plu.2.8a, Ph.1.411
neutr. subst. γαλήν' ὁρῶ veo la calma E.Or.279, τὸ γαληνόν la tranquilidad Them.Or.34.459, Eust.Op.343.80.
2 sup. γαληνότατος fórmula de tratamiento serenísimo (lat. serenissimus) δεσπότης SB 12250.6 (V/VI d.C.), PGrenf.1.60.16 (VI d.C.), PKöln 157.25 (VI d.C.), PMasp.243.19 (VI d.C.).
3 adv. -ῶς serena, tranquilamente διάγειν D.L.9.45, cf. Gr.Naz.M.35.1024B.

Greek Monolingual

και αγαληνός, -ή, -ό (AM γαληνός, -ή, -όν, Α και γαληνός, -όν)
1. γαλήνιος, ατάραχος («γαληνή θάλασσα», «ὅρμος γαληνός», Προδρ.
«γαλήν' ὁρῶ», Ευρ.)
2. ήπιος, ευγενικός (α. «ἧθος σεμνὸν καὶ γαληνόν» β. «γαληνά προσφθέγματα», Ευρ.)
μσν.- νεοελλ.
Ι. σιγανός, ήσυχος («το ψαλτήρι σου ύμνο γαληνό το κάνεις»)
II. (ο υπερθ.)
1. γαληνότατος
προσηγορία βασιλέων και ηγεμόνων
2. «η Γαληνοτάτη Δημοκρατία» — το κράτος τών Βενετών
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ γαληνόν
η γαλήνη
νεοελλ.
επίρρ. γαληνά
1. ήρεμα, αργά
2. σιγανά, ψιθυριστά
3. μαλακά, τρυφερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. γαληνός < γαλήνη, σχηματισμός κατά τα επίθετα σε -ηνός. Κατ' άλλους γαληνός < γαλασνο-].

Greek Monotonic

γαληνός: -όν (γαλήνη), ήρεμος· γαλήν' ὁρῶ (ουδ. πληθ.) βλέπω γαλήνη, σε Ευρ.· λέγεται για πρόσωπα, γαλήνιος, πράος, ήσυχος, μαλακός, ήπιος.

Russian (Dvoretsky)

γᾰληνός: спокойный, безмятежный (ἐκ κυμάτων γαλήν᾽ ὀρᾶν Eur.; γαληνὰ ἄπαντα ἔστω Luc.; προσφθέγματα Eur.; βίος Plat., Plut.).

Middle Liddell

γαλήνη
calm; γαλήν' ὁρῶ I see a calm, Eur.; of persons, gentle, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαληνός -όν γαλήνη kalm, rustig:; ἐκ κυμάτων... αὖθις αὖ γαλήν (α) ὁρῶ na de golven zie ik nu weer een kalme zee Eur. Or. 279; overdr. : ἐκ γαληνῶν... προσφθεγμάτων na hun bedaarde woorden Eur. Hec. 1160; ὦ καρδία... πρὶν... ἐς ξένους γαληνὸς ἦσθα o hart, vroeger was je rustig jegens vreemdelingen Eur. IT 345.