ἀντιδιδάσκω: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(1a) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀντιδῐδάσκω:''' <b class="num">1)</b> обучать взамен ([[ὅπλα]] καρποὺς εἰρήνης ἀντεδίδαξε τρέφειν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> оспаривать друг у друга награду ([[Λᾶσος]] ἀντεδίδασκε καὶ [[Σιμωνίδης]] Arph.). | |elrutext='''ἀντιδῐδάσκω:'''<br /><b class="num">1)</b> обучать взамен ([[ὅπλα]] καρποὺς εἰρήνης ἀντεδίδαξε τρέφειν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> оспаривать друг у друга награду ([[Λᾶσος]] ἀντεδίδασκε καὶ [[Σιμωνίδης]] Arph.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />to [[teach]] in [[turn]] or on the [[other]] [[side]], Anth.:—of poets, to [[contend]] for the [[prize]], Ar. | |mdlsjtxt=<br />to [[teach]] in [[turn]] or on the [[other]] [[side]], Anth.:—of poets, to [[contend]] for the [[prize]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 10 January 2019
English (LSJ)
A inform, instruct in turn or on the other side, App.BC 5.19, AP6.236 (Phil.). II of dramatists, etc., contend for the prize, Ar.V.1410, cf. Satyr.Vit Eur.Fr.38.19, D.Chr.37.40.
German (Pape)
[Seite 251] (s. διδάσκω), dramatische Stücke gegen einander einüben u. aufführen zum Wettkampf, Ar. Vesp. 1410; übh. dagegen, zur Vergeltung lehren, Philipp. 30 (VI, 236).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδιδάσκω: λέγω τὸ ἐναντίον, ἀντιπείθω, Ἀππ. Ἐμφ. 5. 19, Ἀνθ. Π. 6. 236. ΙΙ. ἐπὶ δραματικῶν ἢ λυρικῶν ποιητῶν, ἀνταγωνίζομαι περὶ τοῦ βραβείου, Ἀριστοφ. Σφ. 1410.
French (Bailly abrégé)
1 enseigner à son tour ou au contraire;
2 présenter une pièce de théâtre pour disputer le prix.
Étymologie: ἀντί, διδάσκω.
Spanish (DGE)
1 informar a su vez ὃ δὲ ἀντεδίδασκεν αὐτούς, ὅτι αὐτῷ ... πάντα εἶναι φίλια App.BC 5.19, cf. AP 6.236 (Phil.).
2 de poetas dramáticos o líricos enseñar a un coro en concurso, luchar por el premio Λᾶσός ποτ' ἀντεδίδασκε καὶ Σιμωνίδης Ar.V.1410, cf. Satyr.Vit.Eur.39.16.19, Fauorin.Cor.40.
Greek Monolingual
ἀντιδιδάσκω (Α)
1. (για δραματικούς ή λυρικούς ποιητές) ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι για το βραβείο
2. υποστηρίζω τα αντίθετα απ' αυτά που υποστηρίζει κάποιος άλλος.
Greek Monotonic
ἀντιδῐδάσκω: μέλ. -ξω, διδάσκω με τη σειρά μου ή υποστηρίζω, ισχυρίζομαι το αντίθετο, αντιπείθω, σε Ανθ.· λέγεται για ποιητές, συναγωνίζομαι για βραβείο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιδῐδάσκω:
1) обучать взамен (ὅπλα καρποὺς εἰρήνης ἀντεδίδαξε τρέφειν Anth.);
2) оспаривать друг у друга награду (Λᾶσος ἀντεδίδασκε καὶ Σιμωνίδης Arph.).
Middle Liddell
to teach in turn or on the other side, Anth.:—of poets, to contend for the prize, Ar.