ἄοζος: Difference between revisions
(1a) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄοζος]], ο (Α)<br />[[θεράπων]], [[υπηρέτης]], [[ακόλουθος]], ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του <i>όζος</i> «[[κλάδος]], [[βλαστός]] -[[γόνος]], [[σύντροφος]]» με <i>α</i>- αθροιστικό, πιθ. από [[επίδραση]] του ρ. <i>αοσσέω</i> «[[βοηθώ]]» — κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[άοζος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>σοδ</i>-<i>yos</i> «συμπορευόμενος, [[συνοδοιπόρος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>sm</i> -<i>sodyos</i> πιθ. από ρ. <i>sed</i> «[[πηγαίνω]], [[βαδίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[οδός]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄοζος]], ο (Α)<br />[[θεράπων]], [[υπηρέτης]], [[ακόλουθος]], ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του <i>όζος</i> «[[κλάδος]], [[βλαστός]] -[[γόνος]], [[σύντροφος]]» με <i>α</i>- αθροιστικό, πιθ. από [[επίδραση]] του ρ. <i>αοσσέω</i> «[[βοηθώ]]» — κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[άοζος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>σοδ</i>-<i>yos</i> «συμπορευόμενος, [[συνοδοιπόρος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>sm</i> -<i>sodyos</i> πιθ. από ρ. <i>sed</i> «[[πηγαίνω]], [[βαδίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[οδός]])].<br /><b>(II)</b><br />[[ἄοζος]], -ον (Α)<br />[[άνοζος]], [[χωρίς]] βλαστούς. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:20, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A = θεράπων, servant, attendant, esp. belonging to a temple, A.Ag.231 (lyr.), cf. Call.Del.249, IG9(1).976 (Corc.). (sṃ-sod-yos, root sed- 'go', Slav. ξηοδῠ, cf. ὁδός.)
ἄοζος, ον,
A = ἄνοζος, q.v.
German (Pape)
[Seite 271] (vielleicht mit αἰζηός verwandt), ὁ, Diener, bes. Opferdiener, Aesch. Ag. 223; Hesych. μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι; ἄζοι Ath. VI, 267 c ist wohl corrumpirt. ohne Aeste, Theophr., auch ἄνοζος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄοζος: ὁ, = θεράπων, ὑπηρέτης, ἰδίως ὁ ἀνήκων εἰς ναόν τινα, μάγιρος, - ὑπηρέτας, - ἄοζος - οἰνοχόος Ἐπιγρ. Κερκύρας 3212, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 231· ἴδε καὶ ῥῆμα ἀοσσέω· (πιθαν. ἀντὶ ἀόδιος (α ἀθροιστ.) καὶ ἑπομ. = ἀκόλουθος), «ἄοζος, ὑπηρέτης, διάκονος» Α.Β, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἄοζοι· μάγειροι, ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι Καλλίμαχος» (εἰς Δῆλ. 249).
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
serviteur dans un sacrifice.
Étymologie: p. *ἀόδιος, de ἀ- cop. et ὁδός, litt. « qui fait route avec, qui suit » ; cf. ἀκολουθός.
Spanish (DGE)
v. ἄνοζος.
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἄζος Cleitarchus glossographus en Ath.267c
servidor φράσεν δ' ἀόζοις πατὴρ A.A.231, cf. Call.Fr.563, IG 9(1).976 (Corara), Cleitarchus glossographus l.c., Zonar.115.15C.
• Etimología: Cf. ὄζος.
Greek Monolingual
(I)
ἄοζος, ο (Α)
θεράπων, υπηρέτης, ακόλουθος, ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του όζος «κλάδος, βλαστός -γόνος, σύντροφος» με α- αθροιστικό, πιθ. από επίδραση του ρ. αοσσέω «βοηθώ» — κατ' άλλη άποψη, άοζος < α-σοδ-yos «συμπορευόμενος, συνοδοιπόρος» < sm -sodyos πιθ. από ρ. sed «πηγαίνω, βαδίζω» (πρβλ. οδός)].
(II)
ἄοζος, -ον (Α)
άνοζος, χωρίς βλαστούς.
Greek Monotonic
ἄοζος: ὁ, υπηρέτης, δούλος, σε Αισχύλ. (πιθ. από τα ααθροιστικό και το ὁδός· πρβλ. ἀ-κόλουθος).
Russian (Dvoretsky)
ἄοζος: ὁ служитель при жертвоприношениях Aesch.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: servant (of a god) (A. Ag. 231 ). ἄοζοι ὑπηρέται, θεράποντες, ἀκόλουθοι H.
Other forms: ἄζος = θεράπων or θεράπαινα Seleucus et Gloss. ap. Ath. 6, 267c = Eust. 1024, 44 and 1090, 56.
Dialectal forms: Myc. aozejo prob. not here.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: In the same sense ὄζος in epic ὄζος Ἄρηος, if = θεράπων Ἄ., cf. ὀζεία (cod. ὀζειέα) θεραπεία H. This ὄζος is considered to be identical with ὄζος branch, as did the ancients: ὁ κλάδος τοῦ πολέμου H. Modern scholars take it as sprout, but DELG notes that ὄζος does not have this meaning. Nevertheless one assumes the same etymology: *o-zd-o-, i.e. prefix o- and zero grade of sed- sit (down), so orig. comes, companion; not very convincing. ἄ-οζος could have α copulativum, perhaps under influence of ἀοσσέω (q. v.), ἄοσσος. Brugmann IF 19, 379 against Schulze Q. 498, who explains ἄοζος from *ἀ-σοδ-ι̯ο-ς, from ὁδός, what Frisk and DELG do not reject. - Fur. 341 cites the form ἄζος, and concludes from α\/ο that the word is Pre-Greek. He assumes (374) with Frisk that ἄοζος has a secondary α copulativum, which is uncertain, however; it could be a real Pre-Greek prothesis.
Middle Liddell
[Perh. from α copul., ὁδός; cf. ἀκόλουθος.]
a servant, attendant, Aesch.