πρηγορεών: Difference between revisions
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
(1b) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και πρηγορών και [[προηγορεών]], -ῶνος, β, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] εξογκώματος στον λαιμό τών πτηνών, [[πρόλοβος]], [[γκούσα]]<br /><b>2.</b> (στον <b>Αριστοφ.</b>) [[σκωπτικός]] [[χαρακτηρισμός]] του Κλέωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρηγορεών]] (<span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>-<i>ηγορεών</i>, με [[έκθλιψη]] του -<i>ο</i>- ή [[κράση]] τών -<i>οη</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>ηρόσιος</i> | |mltxt=και πρηγορών και [[προηγορεών]], -ῶνος, β, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] εξογκώματος στον λαιμό τών πτηνών, [[πρόλοβος]], [[γκούσα]]<br /><b>2.</b> (στον <b>Αριστοφ.</b>) [[σκωπτικός]] [[χαρακτηρισμός]] του Κλέωνος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πρηγορεών]] (<span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>-<i>ηγορεών</i>, με [[έκθλιψη]] του -<i>ο</i>- ή [[κράση]] τών -<i>οη</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>ηρόσιος</i> > [[πρηρόσιος]]) [[είναι]] σύνθ. από την [[πρόθεση]] <i>πρό</i> και τη λ. [[ἀγορά]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγείρω]] «[[συγκεντρώνω]]», με -<i>η</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>εών</i> / -<i>ών</i>, που απαντά σε λ. οι οποίες δηλώνουν [[κυρίως]] [[τόπο]], [[αλλά]] μερικές φορές και [[μέλη]] του σώματος (<b>πρβλ.</b> <i>βουβ</i>-<i>ών</i>, <i>μυ</i>-<i>ών</i>, <i>ποδ</i>-<i>εών</i>). Το [[εξόγκωμα]] αυτό στον λαιμό τών πτηνών ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του ότι [[εκεί]] συγκεντρώνεται η [[τροφή]] [[πριν]] από την είσοδό της στο [[στομάχι]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:25, 15 January 2019
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A crop of birds, Ar.Eq.374 (metaph. of Cleon), Av.1113 (πρηγορῶνα, -ῶνας cj. Bentley); from πρό, ἀγείρω, because birds collect their food there before it passes into the second stomach, Hsch., Poll.2.204, EM688.33, Suid., Apollonius ap.Zonar.: written προηγορεών, EMl.c., cf. Suid.
German (Pape)
[Seite 699] ῶνος, ὁ, = προηγορεών, Ar. Equ. 374 Av. 1113.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
jabot des oiseaux.
Étymologie: πρό, ἀγείρω.
Greek Monolingual
και πρηγορών και προηγορεών, -ῶνος, β, Α
1. είδος εξογκώματος στον λαιμό τών πτηνών, πρόλοβος, γκούσα
2. (στον Αριστοφ.) σκωπτικός χαρακτηρισμός του Κλέωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρηγορεών (< προ-ηγορεών, με έκθλιψη του -ο- ή κράση τών -οη-, πρβλ. προ-ηρόσιος > πρηρόσιος) είναι σύνθ. από την πρόθεση πρό και τη λ. ἀγορά (< ἀγείρω «συγκεντρώνω», με -η- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει) και εμφανίζει επίθημα -εών / -ών, που απαντά σε λ. οι οποίες δηλώνουν κυρίως τόπο, αλλά μερικές φορές και μέλη του σώματος (πρβλ. βουβ-ών, μυ-ών, ποδ-εών). Το εξόγκωμα αυτό στον λαιμό τών πτηνών ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι εκεί συγκεντρώνεται η τροφή πριν από την είσοδό της στο στομάχι].
Greek Monotonic
πρηγορεών: ή πρηγορών, -ῶνος, ὁ, ο πρόλοβος των πτηνών, σε Αριστοφ. (από τα πρὸκαι ἀγείρω, επειδή τα πτηνά συγκεντρώνουν εκεί την τροφή τους πριν αυτή περάσει στο δεύτερο στομάχι).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρηγορεών -ῶνος, ὁ [πρό, ~ ἀγείρω] krop (van vogels).
Russian (Dvoretsky)
πρηγορεών: стяж. πρηγορών, ῶνος ὁ зоб (у птиц) Arph.
Frisk Etymological English
-ῶνος
Grammatical information: m.
Meaning: crop of a bird (Ar., H., Poll.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prop. "place (bodypart) of collecting (of the bite)", "ἔνθα προαθροίζεται ἡ τροφή" (Poll.); formation in -εών like ἀνθερεών, κενεών and other des. of place and parts of the body (Chantraine Form. 164 f., Schwyzer 488) from *προ-άγορος (on the vowel of the compound Schwyzer 398 a. 402) or direct from προ-αγείρειν.
Middle Liddell
πρηγορεών, ορ πρηγορών, ῶνος, ὁ,
the crop of birds, Ar. [From πρό, ἀγείρω, because birds collect their food there before it passes into the second stomach.]