πήρα: Difference between revisions
καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains
(1ba) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=[[πήρα]], ιονιξ [[πήρη]], ἡ,<br />a [[leathern]] [[pouch]], a [[wallet]], [[scrip]], Lat. [[pera]], Od., Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 20 January 2019
English (LSJ)
Ion. πήρη ( πάρη [ᾰ] Heraclid. ap. Eust.29.3), ἡ,
A leathern pouch for victuals, etc., wallet, Od.13.437, al., Ar.Pl.298, Fr.273, Ostr.Bodl. iii 264 (i A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 611] ἡ, ion. πήρη, Reisesack, Brotsack, Ränzel, pera, von Leder u. an einem Riemen über die Schultern gehängt; Od. öfter; Ar. Plut. 298; σιτοδόκος, σπερμολόγος, zum Säen, Antiphil. 4 Philp. 14 (VI, 95. 104); ἄρτων, Ath. XII, 422; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πήρα: Ἰων. πήρη, ἡ, δερμάτινος σάκκος διὰ τροφάς, κτλ., σακκίον, σακκοῦλι, ἀπὸ τῶν ὤμων κρεμάμενον, Λατ. pera, Ὀδ. Ν. 437, Ρ. 197, 357, 411, 466, Ἀριστοφ. Πλ. 298, Ἀποσπ. 298.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
besace, sac de cuir, sac ou poche en gén.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Spanish
English (Strong)
of uncertain affinity; a wallet or leather pouch for food: scrip.
English (Thayer)
πήρας, ἡ, a wallet (a leather sack, in which travellers and shepherds carried their provisions) (A. V. scrip (which see in B. D.)): Homer, Aristophanes, Josephus, Plutarch, Herodian, Lucian, others; with τῶν βρωμάτων added, Judith 13:10.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πήρη και πάρη, Α
οδοιπορικός σάκος, συνήθως δερμάτινος, που κρέμεται από τον ώμο, ταγάρι, σακούλι («ἀνθρώπων ἕκαστος δύο πήρας φέρει», Αίσωπ.)
νεοελλ.
1. παγίδα από καλάμια πλεγμένα ή από συρματόπλεγμα, που χρησιμοποιείται στα ιχθυοτροφεία για τη σύλληψη τών ψαριών
2. φρ. «κυνηγετική πήρα» — σάκος, συνήθως δερμάτινος ή από αδιάβροχο ύφασμα, που χρησιμοποιείται από τους κυνηγούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Όπως συμβαίνει και με άλλες λ. ανάλογης σημ. (πρβλ. θύλακος, σάκος). Ο τ. αποτελεί πιθ. δάνειο και ανήκει στην κατηγορία τών λέξεων με ευρεία διάδοση].
Greek Monotonic
πήρα: Ιων. πήρη, ἡ, δερμάτινος σάκος, δισάκι, σακούλι, Λατ. pera, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πήρᾱ -ᾱς, ἡ, Ion. πήρη, knapzak, ransel.
Russian (Dvoretsky)
πήρᾱ: ион. πήρη ἡ (дорожная) сума, сумка, котомка Hom., Arph. etc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: leather bag, knapsack (Od., Ar.).
Other forms: Ion. -η.
Compounds: As 1. member in πηρό-δετος (ἱμάς) binding a knapsack or bound around the knapsack? (AP; on the poss. act. meaning of the 2. member cf. ὀδυνή-φατος).
Derivatives: Diminutive πηρίδιον n. (Ar., Men.); also πηρ-ίς or -ίν, -ῖνος f. scrotum (Nic.; on the formation Schwyzer 465); enlarged -ίνα f. (Gal.) = περί-ναιον (in the meaning influenced by it; cf. s. v.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained; cf. on θύλακος and σάκκος. -- Furnée 152 compares βηρίδες ὑποδήματα, α ἡμεἶς ἐμβάδες λέγομεν H. and περι-βαρίδες womens shoes; he further mentions Lat. pero soldiers shoes and pre-Rom. *barr- small vase.
Middle Liddell
πήρα, ιονιξ πήρη, ἡ,
a leathern pouch, a wallet, scrip, Lat. pera, Od., Ar.