περιπλοκή: Difference between revisions
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(1ba) |
m (Text replacement - " . ." to "…") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periploki | |Transliteration C=periploki | ||
|Beta Code=periplokh/ | |Beta Code=periplokh/ | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">twining round, interlacing</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>540b4</span>; περιπλοκαὶ γυναικῶν <span class="bibl">Plb.2.56.7</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Alex.</span>39</span>, etc.; <b class="b3">περιπλοκῆς δεῖται [ὁ κιττός</b>] Plu.2.649c. </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span> in the philos. of Epicurus, <b class="b2">interlacing</b> of atoms, <span class="title">Ep.</span>1p.8U., 2p.44U. (pl.), al.; περιπλοκὴν περιπλέκεσθαι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>208</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., of one wrestling in argument, <span class="bibl">Ph.1.199</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">entanglement, complication</b>, POxy.533.10 (ii/iii A. D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> <b class="b2">intricacy</b>, <b class="b3">περιπλοκὰς λόγων</b> <b class="b2">circumlocutions</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>494</span>, cf. <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Meth.</span>8</span>; περιπλοκὰς λίαν ἐρωτᾷς <span class="bibl">Antiph.74.1</span>; <b class="b3">τί | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">twining round, interlacing</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>540b4</span>; περιπλοκαὶ γυναικῶν <span class="bibl">Plb.2.56.7</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Alex.</span>39</span>, etc.; <b class="b3">περιπλοκῆς δεῖται [ὁ κιττός</b>] Plu.2.649c. </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span> in the philos. of Epicurus, <b class="b2">interlacing</b> of atoms, <span class="title">Ep.</span>1p.8U., 2p.44U. (pl.), al.; περιπλοκὴν περιπλέκεσθαι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>208</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., of one wrestling in argument, <span class="bibl">Ph.1.199</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">entanglement, complication</b>, POxy.533.10 (ii/iii A. D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> <b class="b2">intricacy</b>, <b class="b3">περιπλοκὰς λόγων</b> <b class="b2">circumlocutions</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>494</span>, cf. <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Meth.</span>8</span>; περιπλοκὰς λίαν ἐρωτᾷς <span class="bibl">Antiph.74.1</span>; <b class="b3">τί οὖν… π. λέγεις</b>; <span class="bibl">Strato Com.1.35</span>; χωρὶς -πλοκῆς λέγειν τἀληθῆ <span class="bibl">M.Ant.12.1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:10, 26 February 2019
English (LSJ)
ἡ,
A twining round, interlacing, Arist.HA540b4; περιπλοκαὶ γυναικῶν Plb.2.56.7, cf. Luc.Alex.39, etc.; περιπλοκῆς δεῖται [ὁ κιττός] Plu.2.649c. b in the philos. of Epicurus, interlacing of atoms, Ep.1p.8U., 2p.44U. (pl.), al.; περιπλοκὴν περιπλέκεσθαι Arist.Fr.208. II metaph., of one wrestling in argument, Ph.1.199. 2 entanglement, complication, POxy.533.10 (ii/iii A. D.). 3 intricacy, περιπλοκὰς λόγων circumlocutions, E.Ph.494, cf. Hermog.Meth.8; περιπλοκὰς λίαν ἐρωτᾷς Antiph.74.1; τί οὖν… π. λέγεις; Strato Com.1.35; χωρὶς -πλοκῆς λέγειν τἀληθῆ M.Ant.12.1.
German (Pape)
[Seite 588] ἡ, das Umwinden, Umfassen, die Verwickelung, λόγων, Eur. Phoen. 497; Umarmung, γυναικῶν, Pol. 2, 56, 7; Sp., wie Luc. u. Plut., καὶ δυσκολίαν ἔχειν, Symp. 5, 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλοκή: ἡ, τὸ περιπλέκειν, ἐμπλέκειν, ἐμπλοκή, Ἀριστ. περ. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 4· περιπλοκαὶ γυναικῶν Πολύβ. 2. 56, 7, κτλ.· περιπλοκῆς δεῖται [ὁ κιττὸς] Πλούτ. 2. 649Β. 2) ἐπὶ λόγων, περιπλοκὰς λόγων, περιφράσεις, Εὐρ. Φοίν. 497· περιπλοκὰς λίαν ἐρωτᾷς Ἀντιφάνης ἐν «Γανυμήδει» 2. 1· τί οὖν περιπλοκὰς λέγεις; Στράτων ἐν «Φοινικίδῃ» 1. 35. ἴδε περιπλέκω ΙΙ. 2.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
enlacement, embrassement.
Étymologie: περιπλέκω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ περιπλέκω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περιπλέκω, πλέξιμο, συστροφή («περιπλοκῆς δεῑται καί στηρίγματος [ὁ κιττός]», Πλούτ.)
2. μτφ. εμπλοκή σε δυσχέρειες, μπλέξιμο (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ ἔχωμεν περιπλοκὴν πρὸς τὸν ἀντίδικον», πάπ.)
νεοελλ.
1. απροσδόκητο εμπόδιο («περιπλοκή της υπόθεσης»)
2. (για νόσο) επιπλοκή
μσν.-αρχ.
περίπτυξη, εναγκαλισμός («καὶ ἐκ τὰ πολλὰ φιλήματα καὶ τὰς περιπλοκάς τους», Διήγ. Αχιλλ.)
αρχ.
1. περιτύλιξη, περιέλιξη («κιττὸς περὶ πεύκην εἱλιχθεὶς ᾠκειοῡτο τὸ δένδρον ταῑς περιπλοκαῑς», Αχ. Τάτ.)
2. (στον Επίκουρο, για τα άτομα) σύμπλεξη, σύμμιξη, συνένωση
3. μτφ. α) εμπλοκή κατά την ανάπτυξη του λόγου, σύγχυση στην ανάπτυξη επιχειρημάτων
β) το να εκφράζεται κανείς με περιφράσεις και ασάφειες («οὐχὶ περιπλοκὰς λόγων ἀθροίσας εἶπον», Ευρ.)
4. ένωση.
Greek Monotonic
περιπλοκή: ἡ (περιπλέκω), περιστροφή, εμπλοκή, περιπλέξιμο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
περιπλοκή: ἡ
1) сплетение, переплетение (sc. τῶν ὄφεων Arst.);
2) объятие (τῶν γυναικῶν Polyb.);
3) запутанность, сложность (περιπλοκαὶ λόγων Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπλοκή -ῆς, ἡ [περιπλέκω] omhelzing:; φιλήματά τε ἐγίγνετο... καὶ περιπλοκαί er waren kussen en omhelzingen Luc. 42.39; in sport houdgreep; Luc. 37.24; omslachtigheid:. περιπλοκὰς λόγων ἀθροίζειν een ingewikkeld betoog bijeenharken Eur. Phoen. 494.
Middle Liddell
περιπλοκή, ἡ, περιπλέκω
a twining round, entanglement, intricacy, Eur.