ἴσημι: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil

Source
(2b)
(c1)
Line 19: Line 19:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἴσημι:''' (ῐσ, редко ῑσ) (только дор. praes. [[ἴσαμι|ἴσᾱμι]], [[ἴσᾳς]], [[ἴσατι|ἴσᾱτι]], ἴσαμεν, ἴσᾰτε, [[ἴσαντι]]; эол. part. ἴσαις; дор. part. dat. [[ἴσαντι]]; эп. 3 л. pl. impf. ἴσᾰν) знать ([[καλῶς]] [[μάλα]] τοῦτό γ᾽ [[ἴσαμι]] Theocr.): τὰ οὐκ [[ἴσαν]] ὡς ἐτέτυκτο Hom. они не знали, что было (им) уготовано.
|elrutext='''ἴσημι:''' (ῐσ, редко ῑσ) (только дор. praes. [[ἴσαμι|ἴσᾱμι]], [[ἴσᾳς]], [[ἴσατι|ἴσᾱτι]], ἴσαμεν, ἴσᾰτε, [[ἴσαντι]]; эол. part. ἴσαις; дор. part. dat. [[ἴσαντι]]; эп. 3 л. pl. impf. ἴσᾰν) знать ([[καλῶς]] [[μάλα]] τοῦτό γ᾽ [[ἴσαμι]] Theocr.): τὰ οὐκ [[ἴσαν]] ὡς ἐτέτυκτο Hom. они не знали, что было (им) уготовано.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':‡shmi 衣些米<p>'''詞類次數''':動詞(2)<p>'''原文字根''':覺察<p>'''字義溯源''':知道;源自([[οἶδα]])*=看見)<p/>'''出現次數''':總共(1);來(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 你們知道(1) 來12:17
}}
}}

Revision as of 20:50, 2 October 2019

German (Pape)

[Seite 1263] dor. ἴσαμι, ich weiß, ich kenne, = οἶδα; Pind. P. 4, 248; Theocr. 5, 119; 3. Pers. ἴσατι 14, 35; plur. ἴσαμεν Pind. N. 7, 14; ἴσαντι P. 3, 29; Theocr. 15, 64. Die Form ἴσασι, wie ἴσμεν, ἴδμεν, ἴσαν, s. unter οἶδα bei ειδω.

Greek (Liddell-Scott)

ἴσημι: γινώσκω· ἀλλὰ τοῦ ἐνεστ. εὑρίσκομεν μόνον τούτους τοὺς Δωρ. τύπους, ἴσᾱμι Ἐπίχ. 98 Ahr., Πινδ. Π. 4. 441, Θεόκρ. 5. 119· ἴσης ἢ ἴσας ὁ αὐτ. 14. 34· ἴσᾱτι ὁ αὐτ. 15. 146· ἴσᾰμεν Πινδ. Ν. 7. 21· ἴσᾰτε Περίανδρ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 99· ἴσαντι Ἐπίχ. 26 Ahr, Θεόκρ. 15. 64., 25. 27· γ΄ πληθ. ὑποτ. ἰσᾶντι Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3053· μετοχ. δοτ. ἴσαντι Πινδ. Π. 3. 52. ― Περὶ ἄλλων τύπων, οἵτινες φαίνονται ὡς ἀνήκοντες εἰς τὸ ῥῆμα τοῦτο, οἷον, ἴσμεν, ἴδμεν, ἴσθι, ἴσαν, ἴδε ἐν λέξ. *εἴδω Β. ῐ-· ἀλλὰ ῑ- ἐν Θεοκρ. 25. 27.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ pl. ἴσαν;
savoir.
Étymologie: cf. οἶδα.

English (Strong)

assumed by some as the base of certain irregular forms of εἴδω; to know: know.

English (Thayer)

found only in the Doric form ἴσαμι, to know; from which some derive the forms ἴστε and ἰσμεν, contracted from ἰσατε and ἰσαμεν; but these forms are more correctly derived from εἰδῶ, ἰσμεν equivalent to ἴδμεν, etc. (cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. i., p. 548); on the phrase ἴστε (R ἐστε) γινώσκοντες, γινώσκω, I:2b.

Greek Monotonic

ἴσημι: γνωρίζω, μόνο στους Δωρ. τύπους, ἴσᾱμι, ἴσας, ἴσᾱτι, ἴσαντι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἴσημι: (ῐσ, редко ῑσ) (только дор. praes. ἴσᾱμι, ἴσᾳς, ἴσᾱτι, ἴσαμεν, ἴσᾰτε, ἴσαντι; эол. part. ἴσαις; дор. part. dat. ἴσαντι; эп. 3 л. pl. impf. ἴσᾰν) знать (καλῶς μάλα τοῦτό γ᾽ ἴσαμι Theocr.): τὰ οὐκ ἴσαν ὡς ἐτέτυκτο Hom. они не знали, что было (им) уготовано.

Chinese

原文音譯:‡shmi 衣些米

詞類次數:動詞(2)

原文字根:覺察

字義溯源:知道;源自(οἶδα)*=看見)

出現次數:總共(1);來(1)

譯字彙編

1) 你們知道(1) 來12:17