προεπαγγέλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
m (Text replacement - " . ." to "…")
(c2)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προ-επαγγέλλω vooraf beloven.
|elnltext=προ-επαγγέλλω vooraf beloven.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':proepaggšllomai 普羅-誒普-昂給羅買<p>'''詞類次數''':動詞(2)<p>'''原文字根''':以前-在上-信息<p>'''字義溯源''':從前所應許,先先應許,從前宣告;由([[πρό]])*=前)與([[ἐπαγγέλλομαι]])=在宣告)組成;而 ([[ἐπαγγέλλομαι]])又由([[ἐπί]])*=在)與([[ἄγγελος]])=使者)組成;其中 ([[ἄγγελος]])出自([[ἀγγελία]])X*=帶來消息)<p/>'''出現次數''':總共(2);羅(1);林後(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 他曾⋯所應許的(1) 羅1:2;<p>2) 先前所應許過的(1) 林後9:5
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεπαγγέλλω Medium diacritics: προεπαγγέλλω Low diacritics: προεπαγγέλλω Capitals: ΠΡΟΕΠΑΓΓΕΛΛΩ
Transliteration A: proepangéllō Transliteration B: proepangellō Transliteration C: proepaggello Beta Code: proepagge/llw

English (LSJ)

   A announce before, ὡς μαντευσόμενοι D.C.38.13; π. σφίσιν αὐτὸ τοῦθ' ὅπως… Id.40.32:—Pass., εὐλογία -ηγγελμένη 2 Ep.Cor.9.5; τὰ -ηγγελμένα matters on which orders had been issued, Arr. An.6.27.1.    II canvass for an office before, D.C.39.31.    III Med., announce before, εὐαγγέλιον Ep.Rom.1.2:—Pass., to be promised before, D.C.42.32, 46.40.

German (Pape)

[Seite 721] vorher ankündigen, Sp., wie D. Cass. 40, 32 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

προεπαγγέλλω: προαγγέλλω, Δίων Κ. 38. 13· πρ. τινὶ ὅπως…, ὁ αὐτ. 40. 32. ΙΙ. προεπιδιώκω, προθηρεύω, ὁ αὐτ. 39. 31. ΙΙ. Μέσ., προϋπισχνοῦμαι, ὁ αὐτ. 42. 32., 46. 40, Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

1 annoncer auparavant;
2 briguer auparavant;
Moy. προεπαγγέλλομαι m. sign.
Étymologie: πρό, ἐπαγγέλλω.

English (Thayer)

1st aorist middle προεπηγγειλαμην; perfect participle προεπηγγελμενος; to announce before (Dio Cassius); middle to promise before: τί, L T Tr WH in Arrian 6,27, 1); Dio Cassius, 42,32; 46,40).

Greek Monolingual

Α ἐπαγγέλλω
1. προαναγγέλλω κάτι
2. επιδιώκω κάτι προηγουμένως
3. μέσ. προεπαγγέλλομαι
υπόσχομαι κάτι εκ τών προτέρων («ὃ προεπηγγείλατο διὰ τῶν προφητῶν», ΚΔ)
4. παθ. δίνομαι εκ τών προτέρων ως υπόσχεση («ὡς οὖν τοῦτο τε προεπηγγέλλετο», Δίων Κάσα).

Russian (Dvoretsky)

προεπαγγέλλω: тж. med. ранее возвещать (διὰ τῶν προφητῶν NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-επαγγέλλω vooraf beloven.

Chinese

原文音譯:proepaggšllomai 普羅-誒普-昂給羅買

詞類次數:動詞(2)

原文字根:以前-在上-信息

字義溯源:從前所應許,先先應許,從前宣告;由(πρό)*=前)與(ἐπαγγέλλομαι)=在宣告)組成;而 (ἐπαγγέλλομαι)又由(ἐπί)*=在)與(ἄγγελος)=使者)組成;其中 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來消息)

出現次數:總共(2);羅(1);林後(1)

譯字彙編

1) 他曾⋯所應許的(1) 羅1:2;

2) 先前所應許過的(1) 林後9:5