τρυγών: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(c2) |
(cc2) |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=τρυγόνος, ἡ (from [[τρύζω]] to [[murmur]], [[sigh]], coo, of doves; cf. [[γογγύζω]]), a turtle-[[dove]]: [[Aristophanes]], Theocritus, others; Aeh v. h. 1,15; the Sept. for תֹּר.) | |txtha=τρυγόνος, ἡ (from [[τρύζω]] to [[murmur]], [[sigh]], coo, of doves; cf. [[γογγύζω]]), a turtle-[[dove]]: [[Aristophanes]], Theocritus, others; Aeh v. h. 1,15; the Sept. for תֹּר.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':trugèn 特呂工< | |sngr='''原文音譯''':trugèn 特呂工<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':咕咕(叫者) (指鳩鴿)<br />'''字義溯源''':斑鳩;源自([[τρυγών]])X*=嗡嗡聲,抱怨),類似:([[τρίζω]])=切齒*,吱吱聲)<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 斑鳩(1) 路2:24 | ||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 3 October 2019
English (LSJ)
όνος, ἡ, (τρύζω)
A turtle-dove, Columba turtur, Ar.Av.302 (troch.), 979 (hex.), Ev.Luc.2.24, Gal.6.700, etc.; περιστεραὶ τρυγόνες Aristeas 145: prov. of a great talker, τρυγόνος λαλίστερος Men.416, cf.Alex.92.3, Theoc. 15.88, Alciphr.3.29; πονηρὰ κατὰ τρυγόνα ψάλλεις, ἐπὶ τῶν ἐπιπόνως ζώντων, Diogenian.7.71, cf. Hsch. s.v. τρυγονοψάλλειν. II a kind of fish, the sting-ray, τρυγόνες ὀπισθόκεντροι Epich.66, cf. Arist.HA489b31, Antiph.26.23, Cels.6.9.6, Gal.Vict. Att.8; cf. τρυγόνιος. III an oviparous quadruped of uncertain kind, Arist.HA540a31.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡγών: -όνος, ἡ, (τρύζω) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς τὸ «τρυγόνι» Columba turtur, Ἀριστοφ. Ὄρν. 302, 979· παροιμία ἐπὶ λάλου ἀνθρώπου, τρυγόνος λαλίστερος Μένανδρος ἐν «Πλοκίῳ» 13, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Θράσωνι» 1, ἔνθα: «σοῦ δ’ ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ’ εἶδον οὔτε κερκώπην, γύναι, οὐ κίτταν, οὐκ ἀηδόν’, οὔτε τέττιγα», πρβλ. Θεοκρ. 15, 88. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος ἔχοντος κέντρον κατὰ τὴν οὐράν, «τρυγών· ἰχθὺς θαλάσσιος. ἧς τὸ κέντρον δηλητήριον» (Ἡσύχ.), Ἐπίχ. 41 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5, 8, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁλιευομένῃ» 1. 23· πρβλ. τρυγόνιος. - Κατὰ τὸν Γάλλον Σοννίνιον τὸ σημερινὸν ὄνομα τοῦ ἰχθύος τούτου εἶναι «σαλάκι» (τουτέστι σελάχιον), ἰδὲ Κοραῆ σημ. εἰς Ξενοκράτ. σ. 91 καὶ 197. ΙΙΙ. ᾠοτόκον ζῷον ἀγνώστου εἴδους, (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 3.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
tourterelle, oiseau.
Étymologie: R. Τρυγ, v. τρύζω.
Spanish
English (Strong)
from truzo (to murmur; akin to τρίζω, but denoting a duller sound); a turtle-dove (as cooing): turtle-dove.
English (Thayer)
τρυγόνος, ἡ (from τρύζω to murmur, sigh, coo, of doves; cf. γογγύζω), a turtle-dove: Aristophanes, Theocritus, others; Aeh v. h. 1,15; the Sept. for תֹּר.)
Greek Monolingual
-όνος, η, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) βλ. τρυγόνα.
Greek Monotonic
τρῡγών: -όνος, ἡ, τρυγόνι, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρυγών -όνος, ἡ [τρύζω] tortelduif (vogel); overdr.: παύσασθ ’... τρυγόνες houdt op, kletskousen Theocr. Id. 15.88.
Russian (Dvoretsky)
τρῡγών: όνος ἡ
1) горлица Arph., Arst., Men., Theocr., NT;
2) рыба скат-шипонос (Raja pastinaca) Arst., Luc.
Middle Liddell
τρῡγών, όνος, ἡ, [From τρύζω
the turtle-dove, Ar.
Chinese
原文音譯:trugèn 特呂工
詞類次數:名詞(1)
原文字根:咕咕(叫者) (指鳩鴿)
字義溯源:斑鳩;源自(τρυγών)X*=嗡嗡聲,抱怨),類似:(τρίζω)=切齒*,吱吱聲)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 斑鳩(1) 路2:24