превосходить: Difference between revisions

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
(5)
 
(DvTab)
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[παρατρέχω]], [[καίνυμαι]], [[ὑπερπαίω]], [[ὑπερφρονέω]], [[καταβρίθω]], [[πρωτεύω]], [[καθυπερέχω]], [[ἐκπρέπω]], [[προκατέχω]], [[καταπροτερέω]], [[περίειμι]], [[ὑπερτρέχω]], [[περιγίγνομαι]], [[περιγίνομαι]], [[ἀποκαίνυμαι]], [[ὑπερακοντίζω]], [[προΐστημι]], [[ἐπικαίνυμαι]], [[ὑπερεκπίπτω]], [[ὑπερπηδάω]], [[ὑπερφύομαι]], [[ὑπερέρχομαι]], [[ὑπεραναβαίνω]], [[ἀποκρατέω]], [[ἀμεύομαι]], [[παραμεύομαι]], [[ὑπεράγω]], [[ὑπερτερέω]], [[πλεονεκτέω]], [[κατακαυχάομαι]], [[διαβαίνω]]
|rueltext=[[προέχω]], [[διαφέρω]], [[παραλλάσσω]], [[προβάλλω]], [[παραφέρω]], [[προφέρω]], [[ὑπερκύπτω]], [[ὑπερφέρω]], [[παρατρέχω]], [[καίνυμαι]], [[ὑπερπαίω]], [[ὑπερφρονέω]], [[καταβρίθω]], [[πρωτεύω]], [[καθυπερέχω]], [[ἐκπρέπω]], [[προκατέχω]], [[καταπροτερέω]], [[περίειμι]], [[ὑπερτρέχω]], [[περιγίγνομαι]], [[περιγίνομαι]], [[ἀποκαίνυμαι]], [[ὑπερακοντίζω]], [[προΐστημι]], [[ἐπικαίνυμαι]], [[ὑπερεκπίπτω]], [[ὑπερπηδάω]], [[ὑπερφύομαι]], [[ὑπερέρχομαι]], [[ὑπεραναβαίνω]], [[ἀποκρατέω]], [[ἀμεύομαι]], [[παραμεύομαι]], [[ὑπεράγω]], [[ὑπερτερέω]], [[πλεονεκτέω]], [[κατακαυχάομαι]], [[διαβαίνω]], [[ὑπερβαίνω]], [[ὑπεραίρω]], [[ὑπερέχω]], [[ὑπερτείνω]]
}}
}}

Latest revision as of 07:55, 15 October 2019