достигать: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(2) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[καθικνέομαι]], [[ἀνθάπτομαι]], [[ἀντάπτομαι]], [[ἄνειμι]], [[εἰσήκω]], [[ἐσήκω]], [[ἐκβαίνω]], [[ἐκβάω]], [[προσαυρίζω]], [[διϊκνέομαι]], [[ἀνήκω]], [[ἔρχομαι]], [[ἐφικνέομαι]], [[ἐπικνέομαι]], [[καταπράσσω]], [[καταπράττω]], [[κύρω]], [[προσκυρέω]], [[προσκύρω]], [[ἐπιθιγγάνω]], [[προσικνέομαι]], [[ἱκάνω]], [[ἐξήκω]], [[παρήκω]], [[ὁδοιπορέω]], [[προσδιαπράσσομαι]], [[προσδιαπράττομαι]], [[μάρπτω]], [[περιέρχομαι]] | |rueltext=[[πράσσω]], [[καταντάω]], [[ἅπτω]], [[καθικνέομαι]], [[ἀνθάπτομαι]], [[ἀντάπτομαι]], [[ἄνειμι]], [[εἰσήκω]], [[ἐσήκω]], [[ἐκβαίνω]], [[ἐκβάω]], [[προσαυρίζω]], [[διϊκνέομαι]], [[ἀνήκω]], [[ἔρχομαι]], [[ἐφικνέομαι]], [[ἐπικνέομαι]], [[καταπράσσω]], [[καταπράττω]], [[κύρω]], [[προσκυρέω]], [[προσκύρω]], [[ἐπιθιγγάνω]], [[προσικνέομαι]], [[ἱκάνω]], [[ἐξήκω]], [[παρήκω]], [[ὁδοιπορέω]], [[προσδιαπράσσομαι]], [[προσδιαπράττομαι]], [[μάρπτω]], [[περιέρχομαι]], [[κατεργάζομαι]], [[περιήκω]], [[πληρόω]], [[ἐπιβαίνω]], [[εὐτυχέω]], [[καθαιρέω]], [[κυρέω]], [[ἐπιτυγχάνω]], [[κατέχω]], [[ἱκνέομαι]], [[καταλαμβάνω]], [[ἐξυφηγέομαι]], [[ἐξέρχομαι]], [[προσπίπτω]], [[ἀναβαίνω]], [[εὐπορέω]], [[λαμβάνω]], [[ἀφικνέομαι]], [[συμβαίνω]], [[διήκω]], [[θηράω]], [[ἐφάπτω]], [[τυγχάνω]], [[ἀνύω]], [[παρέρχομαι]], [[ἀποτείνω]], [[ἀνατείνω]], [[καθάπτω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 15 October 2019
Russian > Greek
πράσσω, καταντάω, ἅπτω, καθικνέομαι, ἀνθάπτομαι, ἀντάπτομαι, ἄνειμι, εἰσήκω, ἐσήκω, ἐκβαίνω, ἐκβάω, προσαυρίζω, διϊκνέομαι, ἀνήκω, ἔρχομαι, ἐφικνέομαι, ἐπικνέομαι, καταπράσσω, καταπράττω, κύρω, προσκυρέω, προσκύρω, ἐπιθιγγάνω, προσικνέομαι, ἱκάνω, ἐξήκω, παρήκω, ὁδοιπορέω, προσδιαπράσσομαι, προσδιαπράττομαι, μάρπτω, περιέρχομαι, κατεργάζομαι, περιήκω, πληρόω, ἐπιβαίνω, εὐτυχέω, καθαιρέω, κυρέω, ἐπιτυγχάνω, κατέχω, ἱκνέομαι, καταλαμβάνω, ἐξυφηγέομαι, ἐξέρχομαι, προσπίπτω, ἀναβαίνω, εὐπορέω, λαμβάνω, ἀφικνέομαι, συμβαίνω, διήκω, θηράω, ἐφάπτω, τυγχάνω, ἀνύω, παρέρχομαι, ἀποτείνω, ἀνατείνω, καθάπτω