менять: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
(3) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[διαλλάσσω]], [[διαλλάττω]], [[μεθίστημι]], [[μετίστημι]], [[μεταλλάσσω]], [[μεταλλάττω]], [[ἀνταλλάσσω]], [[ἀνταλάττω]], [[ἀλλοιόω]], [[διαμείβω]], [[ἐξαμείβω]], [[ἀλλάσσω]], [[ἀλλάττω]], [[τρέπω]], [[ἀντιμεταλαμβάνω]], [[καταλλάσσω]], [[καταλλάττω]], [[ἀντικαταλλάσσομαι]], [[ἀντικαταλλάττομαι]], [[μετακινέω]], [[μεταμπέχομαι]], [[μεταμπίσχομαι]], [[μετεκδύομαι]], [[μεταλαμβάνω]], [[παρατρέπω]], [[μετατίθημι]] | |rueltext=[[μεταφέρω]], [[διαλλάσσω]], [[διαλλάττω]], [[μεθίστημι]], [[μετίστημι]], [[μεταλλάσσω]], [[μεταλλάττω]], [[ἀνταλλάσσω]], [[ἀνταλάττω]], [[ἀλλοιόω]], [[διαμείβω]], [[ἐξαμείβω]], [[ἀλλάσσω]], [[ἀλλάττω]], [[τρέπω]], [[ἀντιμεταλαμβάνω]], [[καταλλάσσω]], [[καταλλάττω]], [[ἀντικαταλλάσσομαι]], [[ἀντικαταλλάττομαι]], [[μετακινέω]], [[μεταμπέχομαι]], [[μεταμπίσχομαι]], [[μετεκδύομαι]], [[μεταλαμβάνω]], [[παρατρέπω]], [[μετατίθημι]], [[μεταβάλλω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 15 October 2019
Russian > Greek
μεταφέρω, διαλλάσσω, διαλλάττω, μεθίστημι, μετίστημι, μεταλλάσσω, μεταλλάττω, ἀνταλλάσσω, ἀνταλάττω, ἀλλοιόω, διαμείβω, ἐξαμείβω, ἀλλάσσω, ἀλλάττω, τρέπω, ἀντιμεταλαμβάνω, καταλλάσσω, καταλλάττω, ἀντικαταλλάσσομαι, ἀντικαταλλάττομαι, μετακινέω, μεταμπέχομαι, μεταμπίσχομαι, μετεκδύομαι, μεταλαμβάνω, παρατρέπω, μετατίθημι, μεταβάλλω