встречаться: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπικυρέω]] | |rueltext=[[ἐπικυρέω]], [[συμπίπτω]], [[συναντιάζω]], [[συνάντομαι]], [[ἐντυγχάνω]], [[ἐγκύρω]], [[ἀντιβολέω]], [[ἄντομαι]], [[συναντάω]], [[συναβολέω]], [[συνηβολέω]], [[συντυγχάνω]], [[ἐπαντιάζω]], [[συνέρχομαι]], [[ἀντικύρω]], [[ἐπιπίπτω]], [[παραπίπτω]], [[προσκυρέω]], [[προσκύρω]], [[ἐμμίγνυμι]], [[συνθέω]], [[συγκατατρέχω]], [[ἐφέπω]], [[ἐπέπω]], [[συγκυρέω]], [[σύνειμι]], [[συμπίτνω]], [[συμμίγνυμι]], [[συρρήγνυμι]], [[ἐμπίπτω]], [[ἔπειμι]], [[συνέχω]], [[νεύω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:27, 18 October 2019
Russian > Greek
ἐπικυρέω, συμπίπτω, συναντιάζω, συνάντομαι, ἐντυγχάνω, ἐγκύρω, ἀντιβολέω, ἄντομαι, συναντάω, συναβολέω, συνηβολέω, συντυγχάνω, ἐπαντιάζω, συνέρχομαι, ἀντικύρω, ἐπιπίπτω, παραπίπτω, προσκυρέω, προσκύρω, ἐμμίγνυμι, συνθέω, συγκατατρέχω, ἐφέπω, ἐπέπω, συγκυρέω, σύνειμι, συμπίτνω, συμμίγνυμι, συρρήγνυμι, ἐμπίπτω, ἔπειμι, συνέχω, νεύω