укреплять: Difference between revisions
From LSJ
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀλδαίνω]] | |rueltext=[[ἀλδαίνω]], [[κορύσσω]], [[ἐπισχύω]], [[σθενόω]], [[στερεόω]], [[διαστηρίζω]], [[ἐξοικοδομέω]], [[καταρρινέω]], [[κλείω]], [[κλῄω]], [[στομόω]], [[ῥιζόω]], [[ἀσφαλίζω]], [[ἐκβεβαιόομαι]], [[τειχίζω]], [[περιχαρακόω]], [[φράσσω]], [[φράττω]], [[φράγνυμι]], [[σωματοποιέω]], [[καταστηρίζω]], [[ὑποστηρίζω]], [[στυλόομαι]], [[ἄρδω]], [[συνισχυρίζω]], [[καθάπτω]], [[ἐνδέω]], [[προσεπιρρώννυμι]], [[τονόω]], [[προσεδαφίζω]], [[κατασκευάζω]], [[ὑπερείδω]], [[καταλαμβάνω]], [[διαλαμβάνω]], [[μεγαλύνω]], [[καταρριζόω]], [[ὀχυρόω]], [[ἐπιρρώννυμι]], [[ἐνδυναμόω]], [[κρατύνω]], [[καρτύνω]], [[ἰσχυροποιέω]], [[στηρίζω]], [[ἀποχυρόω]], [[ἐποχυρόω]], [[κατασφαλίζω]], [[ὀχυροποιέομαι]], [[βεβαιόω]], [[δυναμόω]], [[ἐπισφοδρύνω]], [[στερροποιέομαι]], [[πυκάζω]], [[προσερείδω]], [[προσλαμβάνω]], [[ἐρείδω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 18 October 2019
Russian > Greek
ἀλδαίνω, κορύσσω, ἐπισχύω, σθενόω, στερεόω, διαστηρίζω, ἐξοικοδομέω, καταρρινέω, κλείω, κλῄω, στομόω, ῥιζόω, ἀσφαλίζω, ἐκβεβαιόομαι, τειχίζω, περιχαρακόω, φράσσω, φράττω, φράγνυμι, σωματοποιέω, καταστηρίζω, ὑποστηρίζω, στυλόομαι, ἄρδω, συνισχυρίζω, καθάπτω, ἐνδέω, προσεπιρρώννυμι, τονόω, προσεδαφίζω, κατασκευάζω, ὑπερείδω, καταλαμβάνω, διαλαμβάνω, μεγαλύνω, καταρριζόω, ὀχυρόω, ἐπιρρώννυμι, ἐνδυναμόω, κρατύνω, καρτύνω, ἰσχυροποιέω, στηρίζω, ἀποχυρόω, ἐποχυρόω, κατασφαλίζω, ὀχυροποιέομαι, βεβαιόω, δυναμόω, ἐπισφοδρύνω, στερροποιέομαι, πυκάζω, προσερείδω, προσλαμβάνω, ἐρείδω