κρεουργός: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kreourgos | |Transliteration C=kreourgos | ||
|Beta Code=kreourgo/s | |Beta Code=kreourgo/s | ||
|Definition=όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[working]], i.e. <b class="b2">cutting up, meat</b>: <b class="b3">κρεουργὸν ἦμαρ</b> a day <b class="b2">of slaughter and feasting</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1592</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">κ., ὁ</b>, [[butcher]] or [[carver]], <span class="bibl">Poll. 7.25</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:30, 28 June 2020
English (LSJ)
όν,
A working, i.e. cutting up, meat: κρεουργὸν ἦμαρ a day of slaughter and feasting, A.Ag.1592. II Subst. κ., ὁ, butcher or carver, Poll. 7.25.
Greek (Liddell-Scott)
κρεουργός: -όν, (ἔργον) ὁ ἐργαζόμενος δηλ. κόπτων σάρκας· κρεουργὸν ἦμαρ, ἡμέρα σφαγῆς θυμάτων καὶ εὐωχίας, ἡμέρα καθ’ ἣν μετὰ τὴν σφαγὴν διενέμοντο κρέατα, Αἰσχύλ. εἰς Ἀγ. 1592, πρβλ. βουθύτοις ἐν ἤμασιν Χοηφ. 261.· ― ὡς οὐσιαστ., κρεουργός, ὁ, ὁ κόπτων κρέας, κρεοπώλης, Πολυδ. Ζ΄, 25.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui concerne le dépècement des viandes ; κρεουργὸν ἦμαρ ESCHL jour meurtrier.
Étymologie: κρέας, ἔργον.
Greek Monolingual
κρεουργός, -όν (Α)
1. αυτός που κόβει, που τεμαχίζει το κρέας
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρεουργός
ο κρεοπώλης ή αυτός που διανέμει το κρέας
3. φρ. «κρεουργὸν ἦμαρ» — η ημέρα κατά την οποία γινόταν σφαγή ζώων για θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. γενεσι-ουργός, σιδηρ-ουργός].
Greek Monotonic
κρεουργός: -όν (*ἔργω), αυτός που εργάζεται, δηλ. κόβει κρέας, κρεουργὸν ἦμαρ, μέρα ξεφαντώματος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κρεουργός: разрубающий мясо на куски: κρεουργὸν ἦμαρ Aesch. день кровавого пиршества (когда Атрей, чтобы отомстить брату своему Тиесту, пытался накормить его на пиру телом убитых сыновей последнего).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεουργός -όν [κρέας, ἔργον] vlees snijdend:. κρεουργὸν ἦμαρ dag van het slachtfeest Aeschl. Ag. 1592.
Middle Liddell
κρε-ουργός, όν [*ἔργω
working, i. e. cutting up meat, κρεουργὸν ἦμαρ a day of feasting, Aesch.