αἱματηρός: Difference between revisions
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
m (Text replacement - " . ." to "…") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aimatiros | |Transliteration C=aimatiros | ||
|Beta Code=ai(mathro/s | |Beta Code=ai(mathro/s | ||
|Definition=ά<b class="b3">, όν</b> (ός, όν <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>962</span>):—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ά<b class="b3">, όν</b> (ός, όν <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>962</span>):—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[bloodstained]], χεῖπες <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span> 975</span> (lyr.); ξίφος <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>625</span>; <b class="b3">ὄμμα</b> [[bloodshot]], <span class="bibl">Id.<span class="title">IA</span> 381</span>; <b class="b3">φλὸξ αἱματηρὰ κἀπὸ…δρυός</b>, i.e. <b class="b3">ἀφ' αἵματος καὶ δρυός</b>, <b class="b2">fed by the blood of the victim</b> and the wood, <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>766</span>: esp. <b class="b2">bloody, murderous</b>, <b class="b3">πνεῦμα</b> A <span class="title">Eu.</span> 137; τεῦχος Id.<span class="title">Ag.</span>815; θηγάναι Id.<span class="title">Eu.</span>859; ὀμμάτων διαφθοραί <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span> 552</span>; <b class="b3">στόνος</b> <b class="b2">caused by the blood-reeking wound</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ph.</span>694</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">of blood</b>, μένος <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1067</span>; <b class="b3">σταγόνες</b> gouts <b class="b2">of blood</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1415</span>; αἱ. ῥοῦς <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span>502</span>; <b class="b3">αἱ. φλέβες</b> <b class="b2">conueying blood</b>, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>8.7</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:15, 29 June 2020
English (LSJ)
ά, όν (ός, όν E.Or.962):—
A bloodstained, χεῖπες S.Ant. 975 (lyr.); ξίφος E.Ph.625; ὄμμα bloodshot, Id.IA 381; φλὸξ αἱματηρὰ κἀπὸ…δρυός, i.e. ἀφ' αἵματος καὶ δρυός, fed by the blood of the victim and the wood, S.Tr.766: esp. bloody, murderous, πνεῦμα A Eu. 137; τεῦχος Id.Ag.815; θηγάναι Id.Eu.859; ὀμμάτων διαφθοραί S.OC 552; στόνος caused by the blood-reeking wound, Id.Ph.694 (lyr.). II of blood, μένος A.Ag.1067; σταγόνες gouts of blood, E.Ph.1415; αἱ. ῥοῦς Hp.Coac.502; αἱ. φλέβες conueying blood, Philostr.VA8.7.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτηρός: -ά, -όν, ἐν Εὐρ. Ὀρ. 962· ὡσαύτως -ός, όν, = αἱματώδης, ᾑμαγμένος, φόνιος, ἐν χρήσει πρὸ πάντων παρὰ Τραγικοῖς, αἱμ. χεῖρες, ξίφος κτλ.· φλὸξ αἱματηρὰ κἀπὸ ... δρυός, δηλ. ἀφ’ αἵματος καὶ δρυός = τρεφομένη διὰ τοῦ αἵματος τοῦ θύματος καὶ διὰ τῶν ἐκ δρυὸς ξύλων, Σοφ. Τρ. 766· ἰδίως αἱμόδιψος, αἱμοχαρής, πνεῦμα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 137· τεῦχος αἱμ. = ἡ θανατηφόρος κάλπις, ὁ αὐτ. Ἀγ. 815· αἱμ. βλάβαι, ὁ αὐτ. Εὐμ. 359· ὀμμάτων διαφθοραί, Σοφ. Ο. Κ. 552· στόνος αἱμ., προξενούμενος ὑπὸ τοῦ ἀχνίζοντος αἱματηροῦ τραύματος, ὁ αὐτ. Φ. 695· πρβλ. θηγάνη. ΙΙ. κυριολεκτικῶς ἐπὶ αἵματος, ὁ συνιστάμενος ἐξ αἵματος, μένος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1065· σταγόνες αἱμ. = σταγόνες ἐξ αἵματος, Εὐρ. Φοίν. 1415· αἰμ. ῥοῦς = ῥοὴ αἵματος, Ἱππ. Κωακ. 201.
French (Bailly abrégé)
ά ou ός, όν :
1 sanglant, ensanglanté ; ἐξαφρίζεσθαι μένος ESCHL exhaler sa fougue dans une écume sanglante ; meurtrier, funeste;
2 qui respire le sang, avide de sang;
3 causé par le sang versé.
Étymologie: αἷμα.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτηρός) -ά, -όν
• Morfología: [-ός, -όν E.Or.962]
1 ensangrentado, manchado de sangre αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος echar ensangrentados espumarajos de cólera A.A.1067, αἱ. χεῖρες S.Ant.975, ξίφος E.Ph.625, ἄτη E.Or.962.
2 de sangre, sangriento, sanguinolento σταγόνες E.Ph.1415, cf. E.IT 443, ῥοῦς αἱ. Hp.Coac.502, cf. Prorrh.2.7, δυσεντερίαι Gal.7.243, 8.370
•que contiene o lleva la sangre φλέβες Philostr.VA 8.7.15.
3 sangriento, ávido de sangre, asesino πνεῦμα A.Eu.137, τεῦχος A.A.815, θηγάναι A.Eu.859, ἔρις A.Ch.474, φλόξ del fuego del sacrificio, S.Tr.766, ὀμμάτων διαφθοραί S.OC 552, φίλτρα E.Hel.1104, ὄμμα E.IA 381
•sangriento, causado por una herida, espantoso στόνος S.Ph.695.
Greek Monotonic
αἱμᾰτηρός: -ά, -όν επίσης, -ός, -όν (αἷμα),
I. αιματηρός, αιμοχαρής, αυτός που έχει κηλίδες αίματος, φονικός, δολοφονικός, σε Τραγ.
II. αυτός που αποτελείται από αίμα, αυτός που συνίσταται από αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
αἱματηρός: 3, редко
1) кровавый (σταγόνες Eur.);
2) окровавленный (τεῦχος Aesch.): φλὸξ αἱματηρά Aesch. пламя, пожирающее окровавленные жертвы; στόνος αἱ. Soph. стон от кровавых ран; αἱ αἱματηραὶ ὀμμάτων διαφθοραί Soph. кровавое самоослепление (Эдипа);
3) кровопролитный, губительный (ἔρις, πνεῦμα Aesch.).
Middle Liddell
αἷμα
I. bloody, bloodstained, murderous, Trag.
II. of blood, consisting thereof, Aesch., Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱματηρός -ή -όν en -ός -όν αἷμα bloedig, bloederig, bebloed, van bloed :. ὑφ ’ αἱματηραῖς χείρεσσι door haar bloederige handen Soph. Ant. 975; αἱματηρὸν... ξίφος mijn met bloed besmeurde zwaard Eur. Phoen. 625; αἱματηρὸν ὄμμα een bloeddoorlopen oog Eur. IA 381; αἱματηραὶ σταγόνες bloeddruppels Eur. Phoen. 1415; τὰς αἱματηρὰς ὀμμάτων διαφθοράς de bloedige verminking van je ogen Soph. OC 552.