ἐπιτάρροθος: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epitarrothos | |Transliteration C=epitarrothos | ||
|Beta Code=e)pita/rroqos | |Beta Code=e)pita/rroqos | ||
|Definition=ὁ, Ep. for <b class="b3">ἐπίρροθος</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">helper, defender</b>, in Hom. always of the gods that help in fight, τινί <span class="bibl">Il.11.366</span>, <span class="bibl">Od.24.182</span> ; <b class="b3">μάχης ἐ</b>. | |Definition=ὁ, Ep. for <b class="b3">ἐπίρροθος</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">helper, defender</b>, in Hom. always of the gods that help in fight, τινί <span class="bibl">Il.11.366</span>, <span class="bibl">Od.24.182</span> ; <b class="b3">μάχης ἐ</b>. [[in]] fight, <span class="bibl">Il.17.339</span> ; Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι <span class="bibl">12.180</span> ; γράμμα δίκης ἐπιτάρροθον <span class="bibl">Maiist.59</span> : as fem., τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθος ἦα <span class="bibl">Il.5.808</span>, cf. <span class="bibl">828</span> ; Δίκα..καλῶν ἐ. ἔργων <span class="bibl">Terp.6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">master, lord</b>, <b class="b3">Τεγέης</b> Orac. ap. <span class="bibl">Hdt.1.67</span> ; cf. [[τάρροθος]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:40, 29 June 2020
English (LSJ)
ὁ, Ep. for ἐπίρροθος,
A helper, defender, in Hom. always of the gods that help in fight, τινί Il.11.366, Od.24.182 ; μάχης ἐ. in fight, Il.17.339 ; Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι 12.180 ; γράμμα δίκης ἐπιτάρροθον Maiist.59 : as fem., τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθος ἦα Il.5.808, cf. 828 ; Δίκα..καλῶν ἐ. ἔργων Terp.6. 2 master, lord, Τεγέης Orac. ap. Hdt.1.67 ; cf. τάρροθος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτάρροθος: ὁ, Ἐπ. ἀντὶ ἐπίρροθος, ἐπαρωγός, βοηθός, ὑπερασπιστής, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν θεῶν τῶν βοηθούντων κατὰ τὴν μάχην, εἴ πού τις καὶ ἔμοιγε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστι Ἰλ. Α. 366, Υ. 453, Ὀδ. Ω. 182· Ζῆν’ ὕπατον μήστωρα μάχης ἐπιτάρροθον εἶναι, βοηθὸν ἐν μάχῃ, Ἰλ. Ρ. 339· θεοί... ὅσοι Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι ἦσαν Μ. 180· ὡς θηλ., τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθοι, ἦα Ε 808, πρβλ. 828. 2) κύριος, κυρίαρχος, Τεγέης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἐπίρροθος, ὡς τὸ ἀταρτηρὸς ἐκ τοῦ ἀτηρός· ὁ Λυκόφρων ὅμως μεταχειρίζεται τὸ ἁπλοῦν τάρροθος, 360, 400, κτλ.), Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
1 qui vient au secours de, protecteur : Δαναοῖσιν μάχης IL protecteur des Grecs dans le combat;
2 vainqueur, maître.
Étymologie: ἐπί, τάρροθος.
English (Autenrieth)
(cf. ἐπίρροθος): helper. (Il. and Od. 24.182.)
Greek Monolingual
ἐπιτάρροθος, ὁ, επικ. τ. αντί ἐπίρροθος (Α)
1. (κυρ. για θεούς) βοηθός, προστάτης, υπερασπιστής («εἴ πού τις καὶ ἐμοὶ γε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστιν», Ομ. Ιλ.)
2. κυρίαρχος, ηγεμόνας, κύριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται κάποια σχέση με το επίρροθος «βοηθός», η οποία όμως δεν ερμηνεύεται ικανοποιητικά].
Greek Monotonic
ἐπιτάρροθος: ὁ, ἡ, Επικ. αντί ἐπίρροθος·
1. αρωγός, βοηθός, υπερασπιστής, σύμμαχος, σε Όμηρ.· μάχης ἐπ., στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κυρίαρχος, κύριος, Χρησμ. παρ' Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτάρροθος: ὁ, ἡ
1) защитник, заступник, тж. помощник (Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι Hom.);
2) повелитель, властитель (Τεγέης Her.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. and f.
Meaning: helper (Hom.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Resembles the synonymous ἐπίρροθος; cross from this and another word or "Streckform" (cf. on ἑκατη-βελέτης, -βόλος)? Acc. to Schwyzer Glotta 12, 15f. (with Ehrlich Betonung 54) compound of *ἐπι-τάρρο-θος = ταρσῳ̃ (-οῖς, -οῖιν) ἐπιθέων, -θέουσα [meaning?]; but -ρρ- for -ρσ- remains to be explained. Not better Brugmann BphW 39, 136ff.: *ἐπ-ιθά-ρροθος, to ἰθα- in ἰθα-γενής. - τάρροθος (Lyc.) is secondary.
Middle Liddell
ἐπιτάρροθος, ὁ, ἡ, [epic for ἐπίρρθος]
1. a helper, defender, ally, Hom.; μάχης ἐπ. in fight, Il.
2. a master, lord, Orac. ap. Hdt.
Frisk Etymology German
ἐπιτάρροθος: {epitárrothos}
Grammar: m. und f.
Meaning: Helfer, Helferin (Hom. 8 mal, Terp. 6).
Etymology : Dunkel. Die Ähnlichkeit mit dem synonymen ἐπίρροθος springt in die Augen; Kreuzung davon mit einem anderen Wort oder "Streckform" (vgl. zu ἑκατηβελέτης, -βόλος)? Nach Schwyzer Glotta 12, 15f. mit Ehrlich Betonung 54 Zusammenbildung aus *ἐπιτάρροθος = ταρσῳ̃ (-οῖς, -οῖιν) ἐπιθέων, -θέουσα; dabei bleibt vor allem -ρρ- für -ρσ- zu erklären. Nicht besser Brugmann BphW 39, 136ff.: *ἐπιθάρροθος, zu ἰθα- in ἰθαγενής. — τάρροθος (Lyk.) ist sekundär.
Page 1,543