τέραμνον: Difference between revisions
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=teramnon | |Transliteration C=teramnon | ||
|Beta Code=te/ramnon | |Beta Code=te/ramnon | ||
|Definition=or τέρεμνον, τό, a word used esp. by E., but only in pl. and always (except once, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> τέραμνά τ' οἴκων <span class="bibl"><span class="title">Hipp.</span>418</span>) in lyr. passages, | |Definition=or τέρεμνον, τό, a word used esp. by E., but only in pl. and always (except once, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> τέραμνά τ' οἴκων <span class="bibl"><span class="title">Hipp.</span>418</span>) in lyr. passages, [[chamber]], [[house]], like [[μέλαθρα]], τ. ἀπὸ νυμφιδίων <span class="bibl"><span class="title">Hipp.</span>768</span>; <b class="b3">παστάδων ὑπὲρ τ</b>. <span class="bibl"><span class="title">Or.</span>1371</span>; <b class="b3">Περγάμων . . καταίθεται τ</b>. <span class="bibl"><span class="title">Tr.</span>1296</span>; ἐξ Ἀΐδα τεράμνων <span class="bibl"><span class="title">Alc.</span>457</span>; <b class="b3">ἐπὶ Πυθίοις τ</b>. <span class="bibl"><span class="title">Hipp.</span>536</span>; <b class="b3">ὑπὲρ τέραμνα</b> <span class="title">Ph.</span> <span class="bibl">333</span>: dat. sg. τεράμνῳ <span class="bibl">Maiist.12</span>: also in late Prose, τέρεμνα <span class="bibl">Artem. 2.10</span>. [-εμνα <span class="title">Or.</span>1371 codd. ALP, <span class="title">Ph.</span>333 codd. VA, <span class="title">Hipp.</span>418 codd. exc. L, which has <b class="b3">-α-</b>: Maiist. l.c. corroborates the spelling <b class="b3">-αμνον</b>.]</span><br /><span class="bld">τέραμνον·</span> <b class="b3">ἁπαλόν, ἑψανόν</b>, Phot., Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:35, 29 June 2020
English (LSJ)
or τέρεμνον, τό, a word used esp. by E., but only in pl. and always (except once,
A τέραμνά τ' οἴκων Hipp.418) in lyr. passages, chamber, house, like μέλαθρα, τ. ἀπὸ νυμφιδίων Hipp.768; παστάδων ὑπὲρ τ. Or.1371; Περγάμων . . καταίθεται τ. Tr.1296; ἐξ Ἀΐδα τεράμνων Alc.457; ἐπὶ Πυθίοις τ. Hipp.536; ὑπὲρ τέραμνα Ph. 333: dat. sg. τεράμνῳ Maiist.12: also in late Prose, τέρεμνα Artem. 2.10. [-εμνα Or.1371 codd. ALP, Ph.333 codd. VA, Hipp.418 codd. exc. L, which has -α-: Maiist. l.c. corroborates the spelling -αμνον.]
τέραμνον· ἁπαλόν, ἑψανόν, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1092] τό, = Folgdm; Eur. Alc. 459 Phoen. 335; οἰνοπλῆγα, Ant. Sid. 29 (IX, 323).
Greek (Liddell-Scott)
τέραμνον: ἢ τέρεμνον, τό, λέξις ἐν χρήσει παρ’ Εὐρ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ πληθ. καὶ ἀεὶ (πλὴν ἅπαξ, τέραμνά τ’ οἴκων Ἱππ. 418) ἐν λυρικοῖς χωρίοις, θάλαμος, οἴκημα, οἶκος, ὡς τὸ μέλαθρα, Λατ. tecta, τ. ἀπὸ νυμφιδίων Ἱππ. 768· παστάδων ὑπὲρ τ. Ὀρ. 1371· περγάμων... καταίθεται τ. Τρῳ. 1296· ἐξ Ἁΐδα τεράμνων Ἄλκ. 457· ἐπὶ Πυθίοις τ. Ἱππ. 536· ὑπὲρ τέραμνα Φοίν. 333. - Ὁ Δινδ. πανταχοῦ ἔχει ἐπανορθώσῃ τὸν εἰς α τύπον. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τέραμνοι· στεγανοὶ (οὕτω) σκιαί. σκηνώματα», καὶ «τέραμνος· κυψέλη».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. τέρεμνον au pl.
Greek Monolingual
(I)
και τέρεμνον, τὸ, Α
(κυρίως στον Ευρ. και μόνον στον πληθ.) τὰ τέραμνα και τέρεμνα
οικήματα, οίκοι·
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά μια άποψη, ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Κατ' άλλη όμως άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τους τ. της Ινδοευρωπαϊκής: οσκ. triibum «σπίτι», ομβρ. tremnu «σκηνή», αρχ. γαλατ. treb «σπίτι», λατ. trabs «δοκός», λιθουαν. troba «σπίτι» (πρβλ. και λ. θεράπων, θεράπνη), παρά τις μορφολογικές δυσχέρειες που παρουσιάζει ο φωνηεντισμός τών τ. Στην Ελληνική η λ. εμφανίζει δισύλλαβο θ. τέρα-μνα (πιθ. < τέρα-βνα), ενώ ο τ. τέρεμνα είναι είτε προϊόν αφομοίωσης, είτε προϊόν αναλογικής επίδρασης τών βέλεμνα, κρήδεμνα.
(II)
και σπάν. τ. αρσ. τέραμνος Α
1. (το ουδ.) (κατά το λεξ. Σούδα και τον Φώτ.) «ἁπαλόν, ἑψανόν»
2. (το αρσ.) (κατά τον Ησύχ.) α) (στον εν.) «κυψέλη»
β) στον πληθ. τέραμνοι
«στεγανοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τερά-μων «απαλός, τρυφερός» + (επίθημα) -mno- (πρβλ. ἀτέραμνος, ἀπάλαμνος)].
Greek Monotonic
τέραμνον: ή τέρεμνον, τό, στον πληθ., θάλαμος, οίκημα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
τέραμνον: τό Eur., Anth. = τέρεμνον.