περιδρομή: Difference between revisions
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peridromi | |Transliteration C=peridromi | ||
|Beta Code=peridromh/ | |Beta Code=peridromh/ | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[running round]], [[encircling]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>20</span> (pl.); πλάναι καὶ -δρομαί Id.2.493d, etc. ; <b class="b3">π. ποιεῖσθαι</b> wheel about, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>10.11</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[revolution]], περιδρομαὶ ἐτῶν <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>776</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> a military manoeuvre, = Lat. [[decursio]], στρατιωτῶν <span class="bibl">D.C.76.15</span> ; π. ἐνόπλιοι <span class="bibl">Id.77.16</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">κατὰ περιδρομήν</b> [[cursorily]], <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>20.12.1</span> ; <b class="b3">ἐκ π</b>. <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>55</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> [[getting round]], [[cajolery]], <span class="bibl">Memn.8.1</span>, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>2.415.12</span> (iv A. D.); <b class="b3">π. θεραπείας</b>, = Lat. [[ambitus]], <span class="bibl">D.C.78.22</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:05, 30 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A running round, encircling, Plu.Aem.20 (pl.); πλάναι καὶ -δρομαί Id.2.493d, etc. ; π. ποιεῖσθαι wheel about, X.Cyn.10.11. 2 revolution, περιδρομαὶ ἐτῶν E.Hel.776. 3 a military manoeuvre, = Lat. decursio, στρατιωτῶν D.C.76.15 ; π. ἐνόπλιοι Id.77.16. II κατὰ περιδρομήν cursorily, J.AJ20.12.1 ; ἐκ π. Ptol.Tetr.55. III getting round, cajolery, Memn.8.1, PLond.2.415.12 (iv A. D.); π. θεραπείας, = Lat. ambitus, D.C.78.22.
German (Pape)
[Seite 573] ἡ, das Herumlaufen, der Umlauf; διῆλθον ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν, Eur. Hel. 782; Plut. de superst. 11 u. öfter u. a. Sp.; auch Umgehung, Ueberlistung, Memnon. 8.
Greek (Liddell-Scott)
περιδρομή: ἡ, τὸ περιτρέχειν, Πλουτ. Αἰμίλ. 20, κτλ.· π. ποιεῖσθαι, περιστρέφεσθαι, περιτρέχειν, Ξεν. Κυν. 10, 11. 2) περιστροφή, κύκλος, περιδρομαὶ ἐτῶν Εὐρ. Ἑλ. 776· ἡ τοῦ ἡλίου π. Πλούτ. 2. 886C, κτλ. ΙΙ. τὸ περιτρέχειν, χρώμενα πλάναις καὶ περιδρομαῖς, ἐπὶ ζῴων, αὐτόθι 493D. ΙΙΙ. ἐξαπάτησις, Μέμνων 8.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 course autour, course circulaire, circuit;
2 fig. action de circonvenir, fraude.
Étymologie: περίδρομος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
το να τρέχει κάποιος γύρω γύρω ή εδώ κι εκεί (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», Ξεν.
β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», Πλούτ.)
(μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει κανείς κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες», Ευστ.
β. «ἱερωσύνην περιδρομῇ ἥρπασας», Ισίδ. Πηλ.)
αρχ.
1. περιστροφή, κύκλος («ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν», Ευρ.)
2. γρήγορη επίθεση από όλα τα σημεία («περιδρομὴ στρατιωτῶν», Δίων Κάσσ.)
3. φρ. «περιδρομὴ θεραπείας» — η περίοδος της θεραπείας (Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δρομή (< δραμεῖν απρμφ. αορ. του τρέχω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δρεμ- (πρβλ. ἔδραμον, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα)].
Greek Monotonic
περιδρομή: ἡ (περιδρᾰμεῖν),·
1. τρέξιμο γύρω από, σε Πλούτ.· περιδρομὴ ποιεῖσθαι, κάνοντας περιστροφή, σε Ξεν.
2. περιφορά, τροχιά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
περιδρομή: ἡ
1) бег по кругу Plut.;
2) круговращение, круговорот (ἐτῶν Eur.; τοῦ ἡλίου Plut.);
3) бесцельное хождение, шатание (πλάναι καὶ περιδρομαὶ εἰς οὐδὲν χρηστόν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιδρομή -ῆς, ἡ [περίδρομος] rondgang; Plut. Rom. 21.5; van tijd. ἑπτὰ περιδρομὰς ἐτῶν zeven jaargangen Eur. Hel. 776.
Middle Liddell
περιδρομή, ἡ, [περιδρᾰμεῖν]
1. a running round, Plut.; π. ποιεῖσθαι to wheel about, Xen.
2. a revolution, orbit, Eur.