εἰσελαύνω: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eiselayno | |Transliteration C=eiselayno | ||
|Beta Code=ei)selau/nw | |Beta Code=ei)selau/nw | ||
|Definition=Ep. εἰσ-ελάω: fut. -<b class="b3">ελάσω [ᾰ],</b> Att. -<b class="b3">ελῶ</b>:—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Ep. εἰσ-ελάω: fut. -<b class="b3">ελάσω [ᾰ],</b> Att. -<b class="b3">ελῶ</b>:—<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[drive in]], ποιμὴν εἰσελάων [τὴν ποίμνην] <span class="bibl">Od. 10.83</span>; ἵππους δ' εἰσελάσαντες <span class="bibl">Il.15.385</span>; τὴν θήλειαν ὁ ἄρρην εἰ. πρὸς τὰ ᾠά Plu.2.962f ; <b class="b3">εἰσελαύνειν τινὰ εἰς τὸν τοῦ πράγματος δρόμον</b> [[to keep]] him to the point, <span class="bibl">Aeschin.1.176</span>, cf. <span class="bibl">3.206</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> as if intr., <b class="b3">ἔνθ' οἵ γ' εἰσέλασαν [τὴν νῆα]</b> that way they [[rowed in]], <span class="bibl">Od.13.113</span>; <b class="b3">ἐπεὶ εἰσήλασεν εἰς τὴν πόλιν [τὸν ἵππον]</b> when he [[marched into]].., <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.2.26</span>, etc.: c. acc. loci, εἰ. λιμένα <span class="bibl">A.R.2.672</span>, cf. <span class="bibl">1265</span> ; <b class="b2">enter in triumphal procession</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>8</span>; τεθρίππῳ <span class="bibl">Id.<span class="title">Publ.</span>9</span>; εἰς τὰς Ἀθήνας <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>12.58</span>: c. acc. cogn., εἰσελαύνειν θρίαμβον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Mar.</span>12</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cat.Mi.</span>31</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:59, 30 June 2020
English (LSJ)
Ep. εἰσ-ελάω: fut. -ελάσω [ᾰ], Att. -ελῶ:—
A drive in, ποιμὴν εἰσελάων [τὴν ποίμνην] Od. 10.83; ἵππους δ' εἰσελάσαντες Il.15.385; τὴν θήλειαν ὁ ἄρρην εἰ. πρὸς τὰ ᾠά Plu.2.962f ; εἰσελαύνειν τινὰ εἰς τὸν τοῦ πράγματος δρόμον to keep him to the point, Aeschin.1.176, cf. 3.206. II as if intr., ἔνθ' οἵ γ' εἰσέλασαν [τὴν νῆα] that way they rowed in, Od.13.113; ἐπεὶ εἰσήλασεν εἰς τὴν πόλιν [τὸν ἵππον] when he marched into.., X.An.1.2.26, etc.: c. acc. loci, εἰ. λιμένα A.R.2.672, cf. 1265 ; enter in triumphal procession, Plu.Marc.8; τεθρίππῳ Id.Publ.9; εἰς τὰς Ἀθήνας Ael.VH12.58: c. acc. cogn., εἰσελαύνειν θρίαμβον Plu.Mar.12, Cat.Mi.31.
German (Pape)
[Seite 742] (s. ἐλαύνω), p. εἰσελάω, eintreiben; ποιμὴν εἰσελάων, der die Heerde eintreibende Hirt, Od. 10, 83; hineintreiben, ἵππους Il. 15, 385; das Schiff ans Land, landen, Od. 13, 113; τινὰ εἰς τὸν τοῦ πράγματος δρόμον, εἰς τοὺς τοῦ πράγματος λόγους Aesch. 1, 176. 3, 206, Einen nicht abschweifen lassen, sondern bei der Sache zu bleiben nöthigen. – Intr., hineinmarschiren, -reiten u. dergl., εἰς τὴν πόλιν Xen. An. 1, 2, 26; im Triumphzuge einziehen, Plut. Marc. 8 u. öfter; auch τὸν θρίαμβον εἰσήλασε, Mar. 12, wie Cat. min. 31.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσελαύνω: Ἐπ. -ελάω: μέλλ. -ελάσω ᾰ, Ἀττ. -ελῶ. ἐλαύνω ἐντός, ποιμὴν εἰσελάων τὴν ποίμνην Ὀδ. Κ. 83· ἵππους δ’ εἰσελάσαντες Ἰλ. Ο. 385· ἀλλ’ ὥσπερ ἐν ταῖς ἱπποδρομίαις, εἰς τὸν τοῦ πράγματος αὐτοῦ δρόμον εἰσελαύνεται, ἀναγκάζετε αὐτὸν νὰ μένῃ εἰς τὴν ὑπόθεσιν τοῦ λόγου αὐτοῦ, χωρὶς δηλ. νὰ κάμνῃ παρεκβάσεις, Αἰσχίν, 25. 11., 83. 26. ΙΙ. ὡσεὶ ἀμετάβ., ἔνθ’ οἵγ’ εἰσέλασαν τὴν ναῦν, κατ’ ἐκεῖνο τὸ μέρος εἰσήλθον κωπηλατοῦντες, Ὀδ. Ν. 113· ἐπεὶ εἰσήλασεν εἰς τὴν πόλιν τὸν ἵππον, ὅτε εἰσῆλθεν ἔφιππος εἰς τὴν πόλιν..., Ξεν. Ἀν. 1. 2, 26, κτλ.· οὕτω μετ’ αἰτ. τόπου, νήσου λιμένα εἰσελάσαντες Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 672, πρβλ. 1267· - εἰσέρχομαι ἐν θριαμβευτικῇ πομπῇ, Πλουτ. Μάρκελλ. 8· οὕτω μετὰ συστοίχ. αἰτ., εἰσελαύνειν θρίαμβον ὁ αὐτ. Μάρ. 12, Κάτων Νεώτ. 31.
French (Bailly abrégé)
f. εἰσελάσω, ao. εἰσήλασα, etc.
pousser dans ou vers : εἰσελαύνειν ἵππους IL pousser ses chevaux contre ; fig. τινα εἴς τι pousser qqn vers un but ; (s.e. ἵππον, στρατόν, νῆα, etc.) entrer dans, faire son entrée dans : εἰς τὴν πόλιν XÉN dans la ville ; aborder ; à Rome θρίαμβον εἰσελαύνειν PLUT entrer en triomphe, mener le triomphe ; abs. εἰσελαύνειν τεθρίππῳ PLUT mener le triomphe sur un quadrige ; εἰσελαύνειν εἰς τὰς Ἀθήνας ÉL faire son entrée triomphale dans Athènes.
Étymologie: εἰς, ἐλαύνω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσ- Arr.Ind.13.4, D.C.40.29.2, Procop.Vand.1.20.1, Goth.1.7.35
I tr.
1 dirigir, conducir, guiar adentro anim. o un vehículo ἵππους δ' εἰσελάσαντες ἐπὶ πρύμνῃσι μάχοντο y dirigiendo sus carros dentro (del campamento aqueo) luchaban junto a las popas, Il.15.385, πρῶτος εἰσελαύνει τὸν ἵππον dentro de la falange enemiga, D.H.6.12, εἰς τὸ σπήλαιον ... τὰς οἶς Aristid.Or.53.1, τὴν θήλειαν ... κόπτων ὁ ἄρρην εἰσελαύνει πρὸς τὰ ᾠὰ καὶ τοὺς νεοττούς a golpe de pico el macho conduce a la hembra hacia los huevos y el nido Plu.2.962e, c. el ac. sobreentendido por cont. ἔνθ' οἵ γ' εἰσέλασαν hacia allí dentro (del puerto) guiaron (la nave) Od.13.113
•fig. empujar οὓς ... εἰς τῶν ἀσεβῶν ἀνήλιον χῶρον εἰσελαύνοντες empujándolos (a los virtuosos) a la región sin sol de los impíos Ph.1.676, εἰς τὸν ἀσάλευτον τοῦ Χριστοῦ λιμένα τὸ σκάφος ἡμῶν εἰσελάσαι Pall.Sued.Ep.3
•en cont. agon. conducir (el carro) manteniéndolo dentro de ὥσπερ ἐν ταῖς ἱπποδρομίαις εἰς τὸν τοῦ πράγματος αὐτὸν δρόμον εἰσελαύνετε mantenedlo dentro del límite propio del tema como en las carreras de caballos Aeschin.1.176, cf. 3.206.
2 de mercancías importar prob. ref. anim. o vehículos, op. ἐξελαύνω: ἅ τε κατὰ γῆν εἰσάγῃ ἢ εἰσελαύνῃ ἢ εἰσκομίζῃ SEG 39.1180.45 (Éfeso I a.C.).
II intr.
1 náut. entrar con la nave en c. ac. de direcc. ἐρημαίης νήσου λιμέν' εἰσελάσαντες A.R.2.672, ἐρετμοῖς εἰσέλασαν ποταμοῖο μέγαν ῥόον A.R.2.1265.
2 milit. entrar en una ciudad conquistada, e.e. tomarla Κύρος ... εἰσήλασεν εἰς τὴν πόλιν X.An.1.2.26, Καπελιανὸς ... ἐς τὴν Καρχηδόνα Hdn.7.9.9, cf. Procop.ll.cc.
3 hacer la entrada triunfal de un vencedor: en la guerra Δημάρατος ... ᾐτήσατο ἐν ὀρθῇ τῇ τιάρᾳ εἰς Σάρδεις εἰσελάσαι Phylarch.22, cf. Plu.Them.29, en competiciones atléticas ὅσοι δ' ἂν νικήσαντες [τοὺ] ς στεφανίτας ἀγῶνας εἰσελαύνωσιν εἰς τὴμ πόλιν Anadolu 9.1965.38.47 (Teos III/II a.C.), εἰς τὰς Ἀθήνας Ael.VH 12.58, frec. en Roma εἰσελάσας τεθρίππῳ πρῶτος ὑπάτων Plu.Publ.9, cf. D.C.49.15.1, Them.Or.13.179b, ἐπεχείρησεν ἐλεφάντων ἅρματι τεττάρων ἐπιβὰς εἰσελαύνειν Plu.Pomp.14, ψηφισαμένης δὲ τῆς συγκλήτου μόνῳ Μαρκέλλῳ θρίαμβον, εἰσήλαυνε Plu.Marc.8, cf. Cic.22
•c. ac. int. τοὺς δὲ μέλλοντας εἰσελαύνειν θρίαμβον Plu.Cat.Mi.31, cf. Mar.12
•fig., ref. a la muerte y al más allá, c. dat. εἰσελαύνουσα ἡ βασιλὶς τῇ πόλει ... ἐν σορῷ κεκαλυμμένη de un cortejo fúnebre, Gr.Nyss.Flacill.482.4
•crist., ref. al cielo οἱ μὲν εἰσελάσαντες εἰς τὴν ἠγαπημένην τοῦ πατρὸς πόλιν Iust.Phil.Ep.Zen.et Ser.M.6.1200B, c. ac. de direcc. νῦν δὲ εἰσελαύνων οὐρανούς Clem.Al.Protr.12.121.
4 milit., de tropas ponerse en marcha contra una ciudad εἰσελαύνει μὲν Ἀντώνιος μετὰ τῆς δυνάμεως I.BI 4.650, εἰσελαύνειν μέλλοντας εἰς τὴν Συήνην τοὺς Πέρσας Hld.9.1.2
•precipitarse contra εἰσελάσαι παραβόλως ... εἰς τοὺς περικεχυμένους Plb.10.3.5, cf. D.C.l.c., πρὸς τοὺς πολεμίους D.C.Epit.7.26.7.
5 gener. entrar ἐς τὸ ἕρκος de fieras, Arr.l.c., εἰς τὸ δόγμα τῶν βαπτιστῶν en una secta, Manes 11.3.
Greek Monolingual
εἰσελαύνω (Α)
1. ωθώ, οδηγώ μέσα (ἵππους δ' εἰσελάσαντες»)
2. εισέρχομαι
3. επιτίθεμαι
4. εισβάλλω
5. εισέρχομαι στην πόλη με θριαμβευτική πομπή.
Greek Monotonic
εἰσελαύνω: Επικ. -ελάω, μέλ. -ελάσω [ᾰ], Αττ. -ελῶ·
I. οδηγώ μέσα, λέγεται για βοσκό που καθοδηγεί το κοπάδι του, σε Ομήρ. Οδ.
II. αμτβ., κωπηλατώ, τραβώ κουπί ή πλέω, στο ίδ.· εισβάλλω έφιππος, σε Ξεν.· μπαίνω, συμμετέχω σε θριαμβευτική πομπή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσελαύνω: эп. тж. εἰσελάω
1) погонять, подталкивать (ἵππους Hom.; τινὰ πρός τι Plut.): εἰ. τινὰ εἰς τὸν τοῦ πράγματος δρόμον или εἰς τοὺς τοῦ πράγματος λόγους Aeschin. заставлять кого-л. держаться в рамках вопроса, т. е. не разрешать уклоняться от темы;
2) приводить корабль, приставать, причаливать (ἔνθ᾽ οἵγ᾽ εἰσέλασαν Hom.);
3) въезжать (εἰς τὴν πόλιν Xen.): εἰ. βιαίως εἰς τοὺς προτεταγμένους Plut. врезаться на всем скаку в стоявший впереди строй; τὸν θρίαμβον εἰ. Plut. (у римлян) совершать триумфальный въезд.
Middle Liddell
epic -ελάω fut. -ελάσω attic -ελῶ
I. to drive in, of a shepherd driving in his flock, Od.
II. intr. to row or sail in, Od.: to ride in, Xen.:— to enter in triumphal procession, Plut.