πλησίστιος: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plisistios | |Transliteration C=plisistios | ||
|Beta Code=plhsi/stios | |Beta Code=plhsi/stios | ||
|Definition=ον, (πίμπλημι, ἱστία) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[filling]] or | |Definition=ον, (πίμπλημι, ἱστία) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[filling]] or [[swelling the sails]], οὖρος <span class="bibl">Od.11.7</span>,<span class="bibl">12.149</span>, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>15.195a</span>; πνοαί <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>430</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Pass., [[with full sails]], π. φέρεσθαι <span class="bibl">Ph.1.611</span>, <span class="bibl">2.571</span>: metaph., Plu.<span class="title">Cat. Ma.</span>3.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:55, 1 July 2020
English (LSJ)
ον, (πίμπλημι, ἱστία)
A filling or swelling the sails, οὖρος Od.11.7,12.149, Them.Or.15.195a; πνοαί E.IT430 (lyr.). II Pass., with full sails, π. φέρεσθαι Ph.1.611, 2.571: metaph., Plu.Cat. Ma.3.
German (Pape)
[Seite 635] die Segel füllend, schwellend; οὖρος, Od. 11, 7. 12, 149; πνοαί, Eur. I. T. 430; ἄνεμος, Luc. Herc. 8.
Greek (Liddell-Scott)
πλησίστιος: -ον, (πίμπλημι) ὁ πληρῶν, φουσκώνων τὰ ἱστία, οὖρος Ὀδ. Λ. 7, Μ. 149· πνοαὶ Εὐρ. Ι. Τ. 430. ΙΙ. Παθ., ὁ ἔχων πλήρη τὰ ἱστία, «μὲ γεμᾶτα πανιά», π. φέρεσθαι Φίλων 1. 611., 2. 571, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui emplit ou gonfle les voiles;
2 dont les voiles sont gonflées, qui vogue à pleines voiles.
Étymologie: πλήθω, ἱστίον.
Greek Monolingual
-ια, -ιο / πλησίστιος, -ιον, ΝΑ
1. (για πλοίο) αυτός που πλέει με γεμάτα τα ιστία, με φουσκωμένα τα πανιά
2. μτφ. αυτός που πλέει με όλη την ταχύτητα, ολοταχώς και κατευθείαν, αυτός που φέρεται ακράτητος προς μία κατάσταση («φέρονται πλησίστιοι προς οικονομική καταστροφή»)
αρχ.
(για άνεμο) αυτός που γεμίζει, που φουσκώνει τα ιστία («πλησίστιον
τὸν ἄνεμον, πληροῡντα τὸ ἱστίον», Ησύχ.).
επίρρ...
πλησιστίως, ΝΑ
με αναπεπταμένα, με γεμάτα τα πανιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. πλησ(ι)- του πίμπλημι (πρβλ. αόρ. ἔ-πλησ-α) + ἱστίον «πανί»].
Greek Monotonic
πλησίστιος: -ον (πίμ-πλημι),
I. αυτός που φουσκώνει τα πανιά, οὖρος, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
II. Παθ., αυτός που έχει φουσκωμένα πανιά, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
πλησίστιος:
1) надувающий паруса (οὖρος Hom.; πνοαί Eur.; ἄνεμος Luc.);
2) с надутыми парусами: π. ἐπὶ τὸν πόλεμον φερόμενος Plut. отправляющийся на войну на всех парусах.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλησίστιος -ον [πλήθω, ἱστίον] act. de zeilen vullend (van een gunstige wind). pass. met gevulde zeilen, 'met de wind in de zeilen'; overdr.. ἐπὶ τὸν πόλεμον ten oorlog, ten strijde Plut. CMa 3.6.
Middle Liddell
πλησ-ίστιος, ον, πίμπλημι
I. filling the sails, οὖρος Od., Eur.
II. pass. with full sails, Plut.