ἑτερόζυγος: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eterozygos | |Transliteration C=eterozygos | ||
|Beta Code=e(tero/zugos | |Beta Code=e(tero/zugos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">unevenly yoked</b>, of | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">unevenly yoked</b>, of [[animals of diverse kind]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Le.</span>19.19</span>, cf. <span class="bibl">Ph. 2.369</span>; of vases, <b class="b2">not pairs</b>, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>38.12</span> (iii B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of the balance, [[leaning to one side]], <span class="bibl">Ps.-Phoc.15</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">yoked with another</b>, i.e. [[double]], <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>10.348</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> Gramm., <b class="b2">differently formed</b>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>171.17</span>. Adv. -γως [[in a different declension]], Hdn.Gr. ap. <span class="bibl">Eust.113.35</span>; also <b class="b3">τὰ ὁ. λεγόμενα</b> (e.g. <b class="b3">σπουδαῖος</b>, as Adj. of <b class="b3">ἀρετή</b>) <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Cra.</span>p.40</span> P.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:32, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A unevenly yoked, of animals of diverse kind, LXX Le.19.19, cf. Ph. 2.369; of vases, not pairs, PCair.Zen.38.12 (iii B.C.). 2 of the balance, leaning to one side, Ps.-Phoc.15. II yoked with another, i.e. double, Nonn.D.10.348. III Gramm., differently formed, A.D.Adv.171.17. Adv. -γως in a different declension, Hdn.Gr. ap. Eust.113.35; also τὰ ὁ. λεγόμενα (e.g. σπουδαῖος, as Adj. of ἀρετή) Procl.in Cra.p.40 P.
German (Pape)
[Seite 1048] 1) ungleich zusammengejocht, ungleichartig, LXX., ἅμμα Nonn. D. 10, 348 = doppelt. – 2) von der Wage, sich auf die andere Seite neigend, σταθμός Phocyl. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόζυγος: -ον, ἑτέρου εἴδους, ἑτεροειδής, τὰ κτήνη σου οὐ κατοχεύσεις ἑτεροζύγῳ, δὲν θὰ κάμῃς τὰ κτήνη σου νὰ βατεύωνται μὲ ἑτεροειδῆ κτήνη, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΘ΄, 19, πρβλ. Δευτ. ΚΒ΄, 10), «τουτέστιν, οὐ δώσεις ἵππον θήλειαν ὄνῳ τοῦ μιγῆναι αὐτὴν καὶ ἀνάπαλιν» Κύριλλ.: ― παρὰ τοῖς γραμμ., ὁ κλινόμενος κατὰ διάφορον κλίσιν, Εὐστ. Ἰλ. 113, 35· οὕτως ἐπίρρ. -γως, ἑτεροκλίτως: ― τὸ Ἐπίρρ. σημαίνει προσέτι, διαφόρως, Πρόκλ. ἐν Α. Β. 1164. 2) ἐπὶ πλάστιγγος, ἡ ῥέπουσα πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, Ψευδο-Φωκυλ. 13. ΙΙ. μετ’ ἄλλου συνεζευγμένος, δηλ. διπλοῦς, Νόνν. Δ. 10. 348. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑτερόζυγοι· οἱ μὴ συζυγοῦντες».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. (ἕτερος différent);
1 attelé avec des animaux différents ; mal accouplé, mal assorti;
2 qui penche d’un côté;
3 t. de gramm. d’une autre déclinaison ou conjugaison (συζυγία);
II. (ἕτερος autre de deux) attelé avec un autre, double.
Étymologie: ἕτερος, ζυγόν.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερόζυγος, -ον)
1. συζευγμένος ή συνδεδεμένος αταίριαστα με κάποιον άλλο
2. (για ζυγαριά) ετεροβαρής, ετεροκλινής
νεοελλ.
ετεροβαρής, άδικος
μσν.
συζευγμένος με κάποιον άλλο, ταιριασμένος
αρχ.
1. (για αγγεία) αταίριαστος, διαφορετικός
2. γραμμ. σχηματισμένος διαφορετικά ως προς την κλίση, ετερόκλιτος.
επίρρ...
ἑτεροζύγως (Α)
1. κατά διαφορετική κλίση της γραμματικής
2. διαφορετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + ζυγός.
Greek Monotonic
ἑτερόζῠγος: -ον (ζυγόν), συζευγμένος με ζώο διαφορετικού είδους, σε Εβδ.
Middle Liddell
ἑτερό-ζῠγος, ον ζυγόν
coupled with an animal of diverse kind, Lxx.