δύσμορος: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δύσ-μορος, ον = [[δύσμοιρος]],]<br />ill-[[fated]], ill-starred, Il., Soph.:—adv. -ρως, with ill [[fortune]], Aesch. | |mdlsjtxt=δύσ-μορος, ον = [[δύσμοιρος]],]<br />ill-[[fated]], ill-starred, Il., Soph.:—adv. -ρως, with ill [[fortune]], Aesch. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[sad]], [[unfortunate]], [[unhappy]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 4 July 2020
English (LSJ)
ον,
A ill-fated, Il.22.60, etc.; δυσμόρου γε δύσμορα (sc. σκῆπτρα) S. OC1109, cf. Men.Sam.40, Lyc.897, Opp.C.3.217: in Prose, Antipho 3.2.11. Adv. -ρως with ill fortune, prob. in A.Th.837 (lyr., cod. M -φόρως).
German (Pape)
[Seite 684] von unglücklichem Schicksal, unglücklich. Homer achtmal, stets im singular., stets als Versanfang: Odyss. 1, 49. 7, 270. 16, 139. 20, 194. 24, 290. 311 Iliad. 22, 60. 481. An letzterer Stelle mit αἰνόμορος zusammengestellt, ὅ μ' ἔτρεφε τυτθὸν ἐοῦσαν, δύσμορος αἰνόμορον, vgl. Scholl. Didym. Mit δύστηνος verbunden Iliad. 22, 60 πρὸς δ' ἐμὲ τὸν δύστηνον ἔτι φρονέοντ' ἐλέησον, δύσμορον, ὅν ῥα πατὴρ Κρονίδης ἐπὶ γήραος οὐδῷ αἴσῃ ἐν ἀργαλέῃ φθίσει, und Odyss. 24, 290 ὅτε ξεί. νισσας ἐκεῖνον σὸν ξεῖνον δύστηνον, ἐμὸν παῖδ', εἴ ποτ' ἔην γε, δύσμορον. Vgl. αἰνόμορος, ἄμμορος, δυσάμμορος, ἔμμορος, ἰσόμορος, κάμμορος, περικάμμορος, ὠκύμορος und ὑπέρμορον. – Soph. sehr oft, wie Eur. u. sp. D. – Adv., Aesch. Spt. 819.
Greek (Liddell-Scott)
δύσμορος: -ον, = δύσμοιρος, κακὴν μοῖραν ἔχων, ἀτυχής, Ἰλ. Χ. 60, κτλ., συχνὸν παρὰ Σοφ.· δυσμόρου γε δύσμορα (ἐνν. σκῆπτρα) Ο. Κ. 1109· πρβλ. δύσμοιρος· ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, Ἀντιφῶν 122. 19. ― Ἐπίρρ. -ρως, μὲ κακὴν τύχην, δυστυχῶς, Αἰσχύλ. Θήβ. 837 (Cod. M. δυσφόρως).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
malheureux, infortuné.
Étymologie: δυσ-, μόρος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1desdichado, infortunado, malhadado de pers. o ref. pers., frec. en interpelaciones πρὸς δ' ἐμὲ τὸν δύστηνον ... ἐλέησον, δύσμορον Il.22.60, cf. Od.24.290, ἆ δ., ἆ τάλαιν', οἷον ἐμήσατο B.16.30, δυσμόρου γε δύσμορα (σκῆπτρα) desdichados báculos de un desdichado ref. Antígona e Ismene, S.OC 1109, τί σ' ἐγώ, δύσμορε, δράσω; E.Tr.793, cf. Med.1218, Ar.Au.7, Lyc.897, Luc.Luct.16, μὴ καταψηφισάμενοι δυσμόρους ἡμᾶς καταστήσητε no nos suméis en la desgracia con una condena Antipho 3.2.11, c. cierto tono de reproche τί με, δύσμορε, παρθένον, ἕλκεις; Musae.123
•frec. en epigr. funerar., ref. al difunto τὸν βαρὺς ᾍδας ἔκλασεν, ἀγρεύσας δύσμορον ἡλικίην CIRB 127.3 (Panticapeo I a.C.?), δύσμορα τέκνα IG 12(2).383 (Mitilene I/II d.C.), hablando en 1a persona ἐ<γ>ὼ δὲ λιπὼν πατρίδα ἐνθάδε κεῖμαι δ. CEG 492 (Atenas IV a.C.), κάθ<θ>ανα δ' ἐνκύμων ἡ δ. IHadrianopolis 39 (imper.), με δαίμων ἄγαγεν ἁρπάξας δύσμορον IG 12(3).1065.2.2 (Folegandro III d.C.), tb. en interpelación ἆρ' ἄγαμος καὶ ἄτεκνος ὑπὸ χθονὶ δύσμορός ἐσσι; ICr.4.37211 (II a.C.), ref. a los padres del difunto τίκτει δέ με μήτηρ ... καί μευ δ. οὐκ ὄνατο IG 9(1).884.6 (Corcira II d.C.), cf. IG 92.313 (II a.C.)
•neutr. como adv. ἐφ' υἱέϊ ... ἔοικεν ... δύσμορα κωκυούσῃ se asemeja a una que llora lastimeramente por su hijo Opp.C.3.217.
2 malvado, perverso, miserable S.Ai.1203, τί βοᾶς, δύσμορε; Men.Sam.69, τὸν ξεῖνον ὁ δ. οὐκ ἐλεεῖ μευ Theoc.7.119
•nefasto, aciago ζυγὸν δύσμορον un yugo de infortunio Thgn.1358, τὰ δύσμορα νήματα Μοιρέων IMEG 93.3 (II d.C.), στρατός Orac.Sib.14.312, κακὴ πόλι, δύσμορε πασῶν ciudad malvada, funesta entre todas, Orac.Sib.5.167, δ. ἡ πρᾶξις Orác. en TAM 3(1).34C.60 (Termeso II d.C.).
II adv. -ως miserablemente δ. θανόντες A.Th.837.
Greek Monotonic
δύσμορος: -ον, = δύσ-μοιρος, αυτός που έχει κακή μοίρα, πεπρωμένο, κακόμοιρος, ατυχής, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· επίρρ. -ρως, με κακή τύχη, με δυστυχία, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δύσμορος: злополучный, несчастный Hom., Soph. etc.
Middle Liddell
δύσ-μορος, ον = δύσμοιρος,]
ill-fated, ill-starred, Il., Soph.:—adv. -ρως, with ill fortune, Aesch.