αὐτάγρετος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aftagretos
|Transliteration C=aftagretos
|Beta Code=au)ta/gretos
|Beta Code=au)ta/gretos
|Definition=ον, (ἀγρέω) poet. for <b class="b3">αὐθαίρετος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">self-chosen, left to one's choice</b>, εἰ γάρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσι <span class="bibl">Od.16.148</span>; σοὶ δ' αὐτάγρετόν ἐστι δαήμεναι <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>474</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">taken by one's own hands</b> or [[exertions]], <span class="bibl">A.R.4.231</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., [[choosing freely]], <span class="bibl">Semon.1.19</span>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>5.588</span>.</span>
|Definition=ον, (ἀγρέω) poet. for [[αὐθαίρετος]], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">self-chosen, left to one's choice</b>, εἰ γάρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσι <span class="bibl">Od.16.148</span>; σοὶ δ' αὐτάγρετόν ἐστι δαήμεναι <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>474</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">taken by one's own hands</b> or [[exertions]], <span class="bibl">A.R.4.231</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., [[choosing freely]], <span class="bibl">Semon.1.19</span>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>5.588</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 21:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτάγρετος Medium diacritics: αὐτάγρετος Low diacritics: αυτάγρετος Capitals: ΑΥΤΑΓΡΕΤΟΣ
Transliteration A: autágretos Transliteration B: autagretos Transliteration C: aftagretos Beta Code: au)ta/gretos

English (LSJ)

ον, (ἀγρέω) poet. for αὐθαίρετος,

   A self-chosen, left to one's choice, εἰ γάρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσι Od.16.148; σοὶ δ' αὐτάγρετόν ἐστι δαήμεναι h.Merc.474.    2 taken by one's own hands or exertions, A.R.4.231.    II Act., choosing freely, Semon.1.19, Opp.H.5.588.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτάγρετος: -ον, (ἀγρέω) ποιητ. ἀντὶ τοῦ αὐθαίρετος, ἐν τῇ κυρίᾳ αὐτοῦ σημασίᾳ, εἰ γάρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσι, πρῶτόν κεν τοῦ πατρὸς ἑλοίμεθα νόστιμον ἦμαρ, «τουτέστιν, εἴπερ αὐθαίρετα ἢ μᾶλλον αὐτόθεν ἀγειρόμενα ἢ άγρευόμενα καὶ πάραυτα γινόμενα ἦν τοῖς ἀνθρώποις πάντα τὰ πράγματα, πρῶτον ἂν τὸν τοῦ Ὀδυσσέως εἱλόμεθα νόστον» (Εὐστ.), Ὀδ. Π. 148· σοί δ’ αὐτάγρετόν ἐστι δαήμεναι, εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν σου, ἐξαρτᾶται ἀπὸ σοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 474. 2) ὁ ἰδίαις χερσί τινος ἀγρευθείς, εἰ μὴ κούρην αὐτάγρετον... ἄξουσιν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 231. ΙΙ. ἐνεργητ. λαμβάνων ἢ ἐκλέγων ἐλευθέρως, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 1. 19, Ὀππ. Ἁλ. 5. 588.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
prenable au gré de chacun, laissé à la discrétion de chacun.
Étymologie: αὐτός, ἀγρέω ; poét. p. αὐθαίρετος.

English (Autenrieth)

(αὐτός, ἀγρέω): selftaken, attainable, ‘if men could have every wish,’ Od. 16.148†.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de abstr. escogido por uno mismo εἰ γάρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσι Od.16.148, σοὶ δ' αὐτάγρετόν ἐστι δαήμεναι tú puedes elegir el aprender, h.Merc.474, θάνατος Neoptol.8, τιμή Nonn.Par.Eu.Io.19.11.
2 de pers. tomado por la propia mano κούρη A.R.4.231.
II de pers. que escoge voluntariamente οἳ δ' ... καὐτάγρετοι λείπουσιν ἡλίου φάος Semon.2.19, χεῖρας ἐς ἰχθυβόλων αὐ. ἀντήσασα el delfín, Opp.H.5.588.

Greek Monolingual

αὐτάγρετος, -ον (Α)
1. αυτοπροαίρετος, εκούσιος
2. εκείνος τον οποίο έχει πιάσει κάποιος με τα ίδια του τα χέρια
3. αυτός που εκλέγει ελεύθερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. αυτ(ο)- + αγρετός < αγρώ (-έω) «πιάνω, καταλαμβάνω»].

Greek Monotonic

αὐτάγρετος: -ον (ἀγρέω), αυτός που έχει επιλέξει τον εαυτό του, που αφήνεται στη δική του επιλογή, αυθαίρετος, σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

αὐτάγρετος: предоставленный на выбор (τινι Hom., HH).

Middle Liddell

ἀγρέω
self-chosen, left to one's choice, Od., Hhymn.