νεώ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neo
|Transliteration C=neo
|Beta Code=new/
|Beta Code=new/
|Definition=Att. gen. and later acc. of <b class="b3">νεώς</b> (ναός).
|Definition=Att. gen. and later acc. of [[νεώς]] (ναός).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:50, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώ Medium diacritics: νεώ Low diacritics: νεώ Capitals: ΝΕΩ
Transliteration A: neṓ Transliteration B: neō Transliteration C: neo Beta Code: new/

English (LSJ)

Att. gen. and later acc. of νεώς (ναός).

Greek (Liddell-Scott)

νεώ: Ἀττ. αἰτ. τοῦ νεὼς (ναός).

French (Bailly abrégé)

gén. sg. de νεώς¹;
duel de νεώς¹.

Greek Monolingual

(I)
νεῶ, -άω (Α)
1. καλλιεργώ αγροτική έκταση για πρώτη φορά ή μετά από κάποιο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αγρός έμεινε ακαλλιέργητος προκειμένου να ενδυναμωθεί η γη και να δεχθεί τη νέα σπορά («ἡ δὲ κατεργασία ἐν τῷ νεᾱν κατ' άμφοτέρας τὰς ὥρας καὶ θέρους καὶ χειμῶνος», Θεόφρ.)
2. (το θηλ. της μτχ. του παθ. ενεστ.) νεωμένη (ενν. γῆ)
ο αγρός που αφέθηκε ακαλλιέργητος προσωρινά και τώρα καλλιεργείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος ή < νειος «αγρός που έχει καλλιεργηθεί πρόσφατα». Εμφανής η σημασιολογική αλληλεπίδραση και η σύγχυση των δύο οικογενειών].
(II)
νεῶ, -όω (Α) νέος
1. ανανεώνω, ανακαινίζω, αλλάζω («τάφους νεώσατο», επιγρ.)
2. (αντί του νεῶ, -άω [Ι])
οργώνω, καλλιεργώ («νεώσατε ἑαυτοῑς νεώματα καὶ μὴ σπείρητε ἐπ' ἀκάνθαις», ΠΔ).

Greek Monotonic

νεώ: (ναός), Αττ. αιτ. του νεώς, ναός, ιερό· νεῷ, δοτ.

Russian (Dvoretsky)

νεώ: gen. к νεώς I.