πλειών: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=-ῶνος<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: By the hellenist. poets used in the sense of [[year]] (cf. H.: <b class="b3">πλειών ὁ ἐνιαυτός</b>. <b class="b3">ἀπὸ τοῦ πάντας τοὺς καρποὺς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι</b>); meaning in Hes. unclear, cf. Troxler Spr. u. Wortsch. Hesiods 186 f. (Hes. Op. 617, Call. Jov. 89, Lyc. 201, AP 6, 93, IG 9:1. 880, 16 verse-inscr.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: As "full period [Vollperiode, Volljahr]" generally and prob. correct connected with <b class="b3">πλέως</b>, ep. <b class="b3">πλεῖος</b> [[full]] with <b class="b3">ών-</b>suffix (after <b class="b3">αἰών</b> or the monthnames?; cf. Schwyzer 488).
|etymtx=-ῶνος<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: By the hellenist. poets used in the sense of [[year]] (cf. H.: <b class="b3">πλειών ὁ ἐνιαυτός</b>. <b class="b3">ἀπὸ τοῦ πάντας τοὺς καρποὺς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι</b>); meaning in Hes. unclear, cf. Troxler Spr. u. Wortsch. Hesiods 186 f. (Hes. Op. 617, Call. Jov. 89, Lyc. 201, AP 6, 93, IG 9:1. 880, 16 verse-inscr.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: As "full period [Vollperiode, Volljahr]" generally and prob. correct connected with [[πλέως]], ep. [[πλεῖος]] [[full]] with <b class="b3">ών-</b>suffix (after [[αἰών]] or the monthnames?; cf. Schwyzer 488).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:05, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλειών Medium diacritics: πλειών Low diacritics: πλειών Capitals: ΠΛΕΙΩΝ
Transliteration A: pleiṓn Transliteration B: pleiōn Transliteration C: pleion Beta Code: pleiw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A full time or period, year, Hes.Op.617, Call.Jov.89, Lyc.201, AP6.93 (Antip.), IG9(1).880.16 (Corc.).

German (Pape)

[Seite 629] ὁ, die Zeit, das Jahr; Hes. O. 619; Callim. Iov. 89 u. a. sp. D.; ἐκ πολλοῦ πλειῶνος, Antp. Sid. 13 (VI, 93); nach den alten Erklärern ἀπὸ τοῦ πάντα πληροῦν, od. wunderlicher ἀπὸ τοῦ ἐκ πολλῶν συνεστηκέναι καὶ εἰς πολλὰ διῃρῆσθαι; eigtl. wohl von πλέος, der vollendete Zeitabschnitt. Vgl. πλεῖμα.

Greek (Liddell-Scott)

πλειών: -ῶνος, ὁ, πλεῖος, (πλέος) πλήρης χρόνος ἢ χρονικὴ περίοδος ἔτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 615, Καλλ. εἰς Δία 89, Ἀνθ. Π. 6. 93, Λυκόφρ. 201.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
πλήρης χρόνος ή χρονική περίοδος, έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλειών παραδίδεται από τον Ησύχιο με σημ. «πλείων
ὁ ἐναιαυτός
ἀπὸ τους καρπούς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι». Πολλοί έδωσαν στη λ. τη σημ. «καρπός, σπόρος» και τήν συνέδεσαν με τον τ. που επίσης παραδίδει ο Ησύχιος «πλειόνει
σπείρει» (ο τελευταίος όμως έχει διορθωθεί σε πλείονι
πλήρεις). Τη λ. δανείστηκαν οι Αλεξανδρινοί με σημ. «πλήρης χρόνος, έτος». Σύμφωνα με την τελευταία άποψη, η λ. παράγεται από το επίθ. πλέως / πλεῖος «πλήρης» (< πίμπλημι) με επίθημα -ών (πιθ. κατά τα ονόματα τών μηνών σε -ών, πρβλ. Ανθεστηρίων, Πλυντηρίων].

Greek Monotonic

πλειών: -ῶνος, ὁ (πλέος), μια πλήρης χρονική περίοδος, ένας ολόκληρος χρόνος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

πλειών: ῶνος ὁ круговорот времени, т. е. (полный) год Hes.: ἐκ πολλοῦ πλειῶνος Anth. вследствие преклонных лет.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλειών -ῶνος, ὁ [πολύς] de volle tijd, jaar.

Frisk Etymological English

-ῶνος
Grammatical information: m.
Meaning: By the hellenist. poets used in the sense of year (cf. H.: πλειών ὁ ἐνιαυτός. ἀπὸ τοῦ πάντας τοὺς καρποὺς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι); meaning in Hes. unclear, cf. Troxler Spr. u. Wortsch. Hesiods 186 f. (Hes. Op. 617, Call. Jov. 89, Lyc. 201, AP 6, 93, IG 9:1. 880, 16 verse-inscr.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: As "full period [Vollperiode, Volljahr]" generally and prob. correct connected with πλέως, ep. πλεῖος full with ών-suffix (after αἰών or the monthnames?; cf. Schwyzer 488).

Middle Liddell

πλειών, ῶνος, ὁ, πλέος
a full period, a year, Hes.

Frisk Etymology German

πλειών: -ῶνος (Hes. Op. 617, Kall. Jov. 89, Lyk. 201, AP 6, 93, IG 9:1. 880, 16 [Versinschr.]),
{pleiṓn}
Grammar: m.
Meaning: von den hellenist. Dichtern im Sinn von Jahr gebraucht (vgl. H.: πλειών·ἐνιαυτός. ἀπὸ τοῦ πάντας τοὺς καρποὺς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι); Bed. bei Hes. unklar, vgl. Troxler Spr. u. Wortsch. Hesiods 186 f.
Etymology : Als "Vollperiode, Volljahr" allgemein und wohl richtig zu πλέως, ep. πλεῖος voll gezogen mit ών- Suffix (nach αἰών od. den Monatsnamen?; vgl. Schwyzer 488).
Page 2,556-557