ἴδμων: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=idmon | |Transliteration C=idmon | ||
|Beta Code=i)/dmwn | |Beta Code=i)/dmwn | ||
|Definition=ον, gen. ονος, ( | |Definition=ον, gen. ονος, ([[ἴδμεν]],= [[εἰδέναι]]) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[having knowledge of]] a thing, εὐνομίης ἴ. πόλις <span class="title">AP</span>7.575 (Leont.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:20, 8 July 2020
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (ἴδμεν,= εἰδέναι)
A having knowledge of a thing, εὐνομίης ἴ. πόλις AP7.575 (Leont.).
German (Pape)
[Seite 1238] ον, kundig, erfahren, τινός, sp. D., z. B. εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Leont. Schol. 23 (VII, 575); Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἴδμων: -ον, γεν. ονος, (ἴδμεν, = εἰδέναι) πεπειραμένος, εἰδήμων, ἔμπειρος, ἴδμονι τέχνῃ, ἴδμονι βουλῇ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄ 56, η΄, 143· τινός, εἴς τι πρᾶγμα, αὐτόθι, εὐνομίης ἴδμονα θῆκε πόλιν Ἀνθ. Π. 7. 575. - Καθ’ Ἡσύχ. : «ἴδμων· ἐπιστήμων, ἵστωρ».
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
instruit de, habile dans, gén..
Étymologie: *εἴδω.
Greek Monolingual
ἴδμων, -ον (Α)
έμπειρος, γνώστης κάποιου πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ίδ-μων (< Fίδ-μων), παράγωγο του οίδα «γνωρίζω», εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ιδ- της ρίζας Fειδ- (πρβλ. είδος) και συνδέεται με τον αρχ. ινδ. τ. vidman «φρόνηση»].
Greek Monotonic
ἴδμων: -ον, γεν. -ονος (ἴδμεν), πεπειραμένος, έμπειρος, ειδήμων· τινός, σε κάτι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἴδμων: 2, gen. ονος знающий, сведущий: εὐνομίης ἴδμονα θεῖναι πόλιν Anth. научить город хорошим законам.
Frisk Etymological English
Meaning: knowing
See also: s. οἶδα.
Middle Liddell
ἴδμων, ονος, ἴδμεν II]
skilled, skilful, τινός in a thing, Anth.
Frisk Etymology German
ἴδμων: {ídmōn}
Meaning: wissend
Derivative: mit ἰδμοσύνη
See also: s. οἶδα.
Page 1,710