εὐσταθής: Difference between revisions
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efstathis | |Transliteration C=efstathis | ||
|Beta Code=eu)staqh/s | |Beta Code=eu)staqh/s | ||
|Definition=ές, Ep. [[ἐϋστ]]-, as always in Hom., (ἵσταμαι) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, Ep. [[ἐϋστ]]-, as always in Hom., (ἵσταμαι) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[well-based]], [[well-built]], περὶ τοῖχον ἐϋσταθέος μεγάροιο <span class="bibl">Il.18.374</span>, al.; <b class="b3">ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, ἐκτὸς ἐϋ. θαλάμου</b>, <span class="bibl">Od. 20.258</span>, <span class="bibl">23.178</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., [[steadfast]], [[tranquil]], ψυχαί <span class="bibl">Democr. 191</span>; ἀνήρ Plu.2.44a; οἱ -έστεροι <span class="bibl">Hdn.2.6.5</span>; γνώμη <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>1.10</span>; -<b class="b3">έστεροι γνώμῃ</b> ib.<span class="bibl">2.3</span>; <b class="b3">περὶ τῆς εὐσταθοῦς τῶν θεῶν διαγωγῆς</b> dub. in Phld.<span class="title">D.</span>3tit. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> of the body, [[sound]], [[healthy]], σαρκὸς εὐσταθὲς κατάστημα <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>68</span>, Metrod.<span class="title">Fr.</span>5; of persons, [[healthy]], [[sound]], Ath. Med. ap. Orib.inc.<span class="bibl">7.1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> <b class="b3">εὐ. νοῦσοι</b> [[easily cured]], [[not serious]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span> 3.8</span>; καῦσοι <span class="bibl">Id.<span class="title">Epid.</span>1.1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> of weather, [[steady]], [[settled]], [[calm]], [[θέρος]] ib. <span class="bibl">3.15</span>; Ζέφυρος <span class="bibl">A.R.4.821</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">5</span> generally, [[steady]], [[quiet]], βίος <span class="bibl">Hierocl. p.53A.</span>; ἁρμονία <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>36</span>; in political sense, [[firmly established]], μοναρχία <span class="bibl">Phld.<span class="title">Hom.</span>p.31</span> O. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> Adv. -θῶς, ἔχειν <span class="bibl">Sor.1.40</span>, cf. <span class="bibl">D.L.7.182</span>, <span class="bibl">Asp.<span class="title">in EN</span>115.3</span>; στρατοπεδεῦσαι <span class="bibl">App.<span class="title">Hisp.</span>25</span>, al.: Sup. -έστατα <span class="bibl">Id.<span class="title">BC</span>2.115</span>; Aeol. -θέως <span class="title">IG</span>12(2).243 (Mytilene).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:55, 9 July 2020
English (LSJ)
ές, Ep. ἐϋστ-, as always in Hom., (ἵσταμαι)
A well-based, well-built, περὶ τοῖχον ἐϋσταθέος μεγάροιο Il.18.374, al.; ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, ἐκτὸς ἐϋ. θαλάμου, Od. 20.258, 23.178. II metaph., steadfast, tranquil, ψυχαί Democr. 191; ἀνήρ Plu.2.44a; οἱ -έστεροι Hdn.2.6.5; γνώμη Aret.SA1.10; -έστεροι γνώμῃ ib.2.3; περὶ τῆς εὐσταθοῦς τῶν θεῶν διαγωγῆς dub. in Phld.D.3tit. 2 of the body, sound, healthy, σαρκὸς εὐσταθὲς κατάστημα Epicur.Fr.68, Metrod.Fr.5; of persons, healthy, sound, Ath. Med. ap. Orib.inc.7.1. 3 εὐ. νοῦσοι easily cured, not serious, Hp.Aph. 3.8; καῦσοι Id.Epid.1.1. 4 of weather, steady, settled, calm, θέρος ib. 3.15; Ζέφυρος A.R.4.821. 5 generally, steady, quiet, βίος Hierocl. p.53A.; ἁρμονία D.H.Dem.36; in political sense, firmly established, μοναρχία Phld.Hom.p.31 O. III Adv. -θῶς, ἔχειν Sor.1.40, cf. D.L.7.182, Asp.in EN115.3; στρατοπεδεῦσαι App.Hisp.25, al.: Sup. -έστατα Id.BC2.115; Aeol. -θέως IG12(2).243 (Mytilene).
Greek (Liddell-Scott)
εὐστᾰθής: -ές, Ἐπικ. ἐϋσταθῆς, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (ἵσταμαι): καλῶς τεθεμελιωμένος, καλῶς ᾠκοδομημένος, περὶ σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο Ἰλ. Σ. 374, κτλ.∙ ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, θαλάμου Ὀδ. Υ. 258, Ψ. 178. ΙΙ. μεταφ., σταθερός, σοβαρός, Πλούτ. 2. 44Α, κτλ. 2) ἐπὶ τοῦ σώματος, ὑγιής, εὖ ἔχων Ἐπίκουρ. αὐτοθι 1089D∙ σαρκὸς εὐσταθὲς κατάστημα Κλεομήδ. 2. 1. σ. 112∙ πρβλ∙ εὐσταθέω, εὐστάθεια. 3) εὐσταθεῖς νοῦσοι, εὐκόλως θεραπευόμεναι, οὐχὶ σοβαραί, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. 4) ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἐπὶ ἀνέμων, κλ., σταθερός, ἀμετάβλητος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τῷ Γ΄, 1091∙ Ζέφυρος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 820. 5) καθόλου, σταθερός, ἥσυχος, βίος Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 1∙ ἁρμονία Διον. Ἁλ. π. Δημ. 36. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -θῶς, Διογ. Λ. 7. 182, Ἀππ. παρὰ Σουΐδ.∙ -θέως, Ἐπιγραφ. Μυτιλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐϋσταθής;
ής, ές :
I. bien établi, ferme, fixe, solide;
II. p. suite
1 stable;
2 chez les Épicuriens en parl. du corps consistant;
3 équilibré, sain de corps et d’âme, d’un caractère calme ou rassis.
Étymologie: εὖ, ἵστημι.
English (Autenrieth)
(ἵστημι): well-based, firmstanding; μέγαρον, θάλαμος, Σ 3, Od. 23.178.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐσταθής, -ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, -ές)
σταθερός, αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές οικοδόμημα» β. «ευσταθής μοναρχία», Φιλόδ.)
αρχ.
1. ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος («περὶ τοῑχον ἐϋσταθέος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.)
2. σταθερὸς, σοβαρὸς
3. αυτὸς που επιμένει σε κάτι
4. ήρεμος, πράος («εὐσταθεῑς ψυχαί», Δημόκρ.)
5. υγιής
6. φρ. «εὐσταθεῑς νoῡσοι» — οι αρρώστιες που θεραπεύονται εύκολα (Ιπποκρ.).
επίρρ...
ευσταθώς (ΑΜ εὐσταθῶς
Α και εὐσταθέως)
σταθερά, με ασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σταθής (< εστάθην παθ. αόρ. του ρ. ίσταμαι). Κατά το σχήμα ακρατής / κρατερός, αφανής / φανερός («νόμος του Caland») σχηματίστηκαν και ασταθής / ευσταθής: σταθερός. Από το ευσταθής προήλθε και κύρ. όν. Ευστάθιος, απ' όπου το σημερ. Στάθης].
Greek Monotonic
εὐστᾰθής: -ές, Επικ. ἐϋ-στ- (ἵσταμαι), καλώς θεμελιωμένος, καλά οικοδομημένος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐστᾰθής: эп. ἐϋσταθής 2
1) хорошо построенный, устойчивый, крепкий, прочный (μέγαρον, θάλαμος Hom.);
2) уравновешенный (φρόνημα μετ᾽ ἐλπίδος Plut.);
3) крепкий, здоровый (σαρκὸς κατάστημα Epicur. ap. Plut.).
Middle Liddell
εὐ-στᾰθής, ές ἵσταμαι
well-based, well-built, Hom.