παροίνιος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paroinios | |Transliteration C=paroinios | ||
|Beta Code=paroi/nios | |Beta Code=paroi/nios | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> f.l. for [[πάροινος]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ach.</span>981</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span>[[befitting a drinking party]], ὄρχησις <span class="bibl">Ath.14.629e</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Salt.</span>34</span>; ἀγών <span class="bibl">Ph.1.353</span> ; <b class="b3">π. ᾠδαί, μέλη</b>, [[drinking]] songs, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1217</span>,<span class="bibl">1231</span> ; <b class="b3">τὰ Πραξίλλης παροίνια</b>[[drinking songs]], ib.<span class="bibl">1232</span> ; τρυφερὰ καὶ π. γράφειν <span class="bibl">Plu. <span class="title">Dem.</span>4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:33, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, A f.l. for πάροινος, Id.Ach.981. IIbefitting a drinking party, ὄρχησις Ath.14.629e, cf. Luc.Salt.34; ἀγών Ph.1.353 ; π. ᾠδαί, μέλη, drinking songs, Sch.Ar.V.1217,1231 ; τὰ Πραξίλλης παροίνιαdrinking songs, ib.1232 ; τρυφερὰ καὶ π. γράφειν Plu. Dem.4.
German (Pape)
[Seite 525] zum Weine gehörig, dabei gebräuchlich, z. B. ᾆσμα, ὄρχησις, Ath. XIV, 629 e Luc. salt. 34, u. dergleichen; daher τὰ παροίνια, sc. μέλη, Trinklieder, Böckh Pind. frg. p. 555, wie Schol. Ar. Vesp. 1231 σκόλια erkl. τὰ παροίνια μέλη; vgl. Plut. Dem. 4. – Von Menschen, trunken, in der Trunkenheit stech, Ar. Ach. 981, wo der Schol. μέθυσος καὶ ὑβριστής erkl.
Greek (Liddell-Scott)
παροίνιος: -ον, (οἶνος) = παροινικός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 981. ΙΙ. ὁ ἁρμόζων. εἰς ὅμιλον συμποσιαζόντων, ᾆσμα, ὄρχησις, Ἀθήν. 629Ε, Λουκ. π. Ὀρχ. 34· τὰ παροίνια, ᾄσματα ἀνήκοντα εἰς συμπόσια, ὡς τὰ σκόλια, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 1232· τρυφερὰ καὶ π. γράφειν Πλουτ. Δημοσθ. 4· πρβλ Böckh εἰς Πίνδ. Ἀποσπ. σ. 555.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne l’ivresse ou les gens ivres ; τὰ παροίνια (μέλη) PLUT les chansons à boire, les chansons bachiques.
Étymologie: πάροινος.
Greek Monolingual
ον, Α πάροινος
1. (για πρόσ.) αυτός που ασχημονεί στο μεθύσι του, που κάνει κακό μεθύσι («ὅτι παροίνιος ἀνήρ ἔφυ», Αριστοφ.)
2. αυτός που γίνεται ή αρμόζει στο κρασί, στο μεθύσι, ή αυτός που συνοδεύει την οινοποσία, τα συμπόσια (α. «ἀγὼν παροίνιος», Φίλ.
β. «ἰωνικὴ ὄρχησις παροίνιος», Αθήν.
γ. «παροίνιοι ᾠδαὶ» ή «παροίνια μέλη» — τα άσματα που έψαλλαν στα συμπόσια, όπως ήταν τα σκόλια).
Greek Monotonic
παροίνιος: -ον (οἶνος),
I. = παροινικός, σε Αριστοφ.
II. αυτός που αρμόζει σε όμιλο συμποσιαζόντων, σε Λουκ.· παροίνια, τραγούδια που ακούγονται σε συμπόσια, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
παροίνιος:
1) пьяный, разгульный Arph.;
2) сопровождаемый попойкой (ὄρχησις Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροίνιος -ον [πάροινος] tot het drinkgelag behorend:. τὸ Φρύγιον τῆς ὀρχήσεως εἶδος τὸ παροίνιον de Frygische vorm van dansen bij het drinken Luc. 45.34; ποιητοῦ... παροίνια γράφοντος... μέμνηνται ze spreken over hem als een auteur van drinkliederen Plut. Demosth. 4.6.
Middle Liddell
παροίνιος, ον, οἶνος
I. = παροινικός, Ar.
II. befitting a drinking party, Luc.; παροίνια drinking songs, Plut.