περιφαίνομαι: Difference between revisions
m (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perifainomai | |Transliteration C=perifainomai | ||
|Beta Code=perifai/nomai | |Beta Code=perifai/nomai | ||
|Definition=Pass., <span class="sense" | |Definition=Pass., <span class="sense"> <span class="bld">A</span> to [[be visible all round]], ὄρεος… ἕκαθεν περιφαινομένοιο <span class="bibl">Il.13.179</span> ; ἐν σκοπιῇ, περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ, βωμὸν ποιήσω <span class="bibl"><span class="title">h.Ven.</span>100</span> ; <b class="b3">ἐν περιφαινομένῳ</b> (without Subst.) <span class="bibl">Od.5.476</span> : generally, to [[be visible]], ὅσση π. ὀκλάξ <span class="bibl">Arat.517</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[shine around]], Plu.2.932b. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> later, in Act., [[display all round]], ἶριν <span class="bibl">D.S.17.10</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> intr. in Act., <span class="bibl">Parth.17.4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:15, 11 December 2020
English (LSJ)
Pass., A to be visible all round, ὄρεος… ἕκαθεν περιφαινομένοιο Il.13.179 ; ἐν σκοπιῇ, περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ, βωμὸν ποιήσω h.Ven.100 ; ἐν περιφαινομένῳ (without Subst.) Od.5.476 : generally, to be visible, ὅσση π. ὀκλάξ Arat.517. 2 shine around, Plu.2.932b. II later, in Act., display all round, ἶριν D.S.17.10. III intr. in Act., Parth.17.4.
German (Pape)
[Seite 598] pass., ringsum erscheinen, sich zeigen, sichtbar sein, Il. 13, 179; ἐν περιφαινομένῳ, an rings umher gesehener, hoch und frei liegender Stätte, Od. 5, 476, wie περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ h. Ven, 100, – von allen Seiten im Lichte sein, sich deutlich zeigen, Plut. de fac. orb. lun. 20 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιφαίνομαι: Παθ., εἶμαι περίοπτος, φαίνομαι πανταχόθεν, ἐπὶ ὀρέων, κτλ., ὄρεος κορυφῇ ἕκαθεν περιφαινομένοιο, «πόρρωθεν ὁρωμένου, περιόπτου» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 179· ἐν σκοπιῇ, περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ βωμὸν ποιήσω Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 100· οὕτως, ἐν περιφαινομένῳ (ἄνευ οὐσιαστικοῦ) Ὀδ. Ε. 476. 2) λάμπω ὁλόγυρα, Πλούτ. 2. 932Β. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐν τῷ ἐνεργ., ἐπιδεικνύω ὁλόγυρα, ὕφασμα τὸ μὲν μέγεθος ἔχον ἱματίου, κύκλῳ δὲ περιφαῖνον ἶριν τὴν κατ’ οὐρανὸν ἐοικυῖαν Διόδ. 17. 10.
English (Autenrieth)
only part., visible from every side, Il. 13.179; as subst., a conspicuous (place), Od. 5.476.
Greek Monotonic
περιφαίνομαι: Παθ., είμαι ορατός ολόγυρα ή από παντού, λέγεται για τα βουνά κ.λπ.· ὄρεος κορυφῇ περιφαινομένοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ, σε Ομηρ. Ύμν.· ομοίως, ἐν περιφαινομένῳ (χωρίς ουσ.), σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
Pass. to be visible all round, of mountains, etc., ὄρεος κορυφῇ περιφαινομένοιο Il.; περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ Hhymn.; so, ἐν περιφαινομένῳ (without Subst.) Od.