σημείωσις: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=simeiosis | |Transliteration C=simeiosis | ||
|Beta Code=shmei/wsis | |Beta Code=shmei/wsis | ||
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense" | |Definition=εως, ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[indication]], [[notice]], Plu.2.961c. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[inference from a sign]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Sign.</span>2</span>, al.; <b class="b3">ὁ καθ' ὁμοιότητα τρόπος τῆς σ</b>. ib.<span class="bibl">1</span>; <b class="b3">ὁ κατ' ἀνασκευὴν τρόπος τῆς σ</b>. ib.<span class="bibl">31</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Medic., [[remarking]], [[observing]] of symptoms, Gal.19.394; used by the [[νεώτεροι]] for [[διάγνωσις]] acc. to Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.45.16.4</span>; later, [[examination]], <b class="b3">ἡ διὰ τοῦ πυρῆνος σ</b>. <span class="bibl">Paul.Aeg.6.77</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> [[visible sign]] or [[token]], as a banner, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span> 59(60).6</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:02, 11 December 2020
English (LSJ)
εως, ἡ, A indication, notice, Plu.2.961c. II inference from a sign, Phld.Sign.2, al.; ὁ καθ' ὁμοιότητα τρόπος τῆς σ. ib.1; ὁ κατ' ἀνασκευὴν τρόπος τῆς σ. ib.31. 2 Medic., remarking, observing of symptoms, Gal.19.394; used by the νεώτεροι for διάγνωσις acc. to Heliod. ap. Orib.45.16.4; later, examination, ἡ διὰ τοῦ πυρῆνος σ. Paul.Aeg.6.77. III visible sign or token, as a banner, LXX Ps. 59(60).6.
German (Pape)
[Seite 875] ἡ, das Zeichen, Bezeichnen, S. Emp. adv. log. 2, 269; bes. Bemerkung, Anmerkung, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
σημείωσις: -εως, ἡ, τὸ σημειοῦν, σημείωμα, ὡς καὶ νῦν, δήλωσις, Πλούτ. 2. 961C. 2) τὸ σφραγίζειν, ὅθεν, ἐσφραγισμένον ἔγγραφον, διάταγμα, Βυζ. ΙΙ. τὸ παρατηρεῖν τὰ συμπτώματα, Γαλην.· ἴδε Foës. Oec. Hipp. ΙΙΙ. τὸ σημειοῦν ἐν τοῖς περιθωρίοις τὰ παράλληλα χωρία, κτλ., Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 16· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐν τῷ περιθωρίῳ σημειώσεις, αὐτόθι 5.19. IV. ὁρατὸν σημεῖον, οἷον σημαία, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΝΘ΄, 6).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
désignation, indication.
Étymologie: σημειόω.
Russian (Dvoretsky)
σημείωσις: εως ἡ
1) обозначение, указание (ἐπί τινος Plut.);
2) значение: ἐκτὸς εἶναι πάσης σημειώσεως Sext. не иметь решительно никакого значения.
Greek Monolingual
η / σημείωσις, -ώσεως, ΝΜΑ σημειῶ, σημειώνω
παρατήρηση, σχόλιο στο περιθώριο βιβλίου ή κάτω από το κείμενο
νεοελλ.
σημείωμα, σύντομη καταγραφή γεγονότων ή πληροφοριών
μσν.
σφραγισμένο έγγραφο, διάταγμα
μσν.-αρχ.
1. δήλωση με κάποιο σημείο, γραπτή δήλωση
2. κάθε ορατό σημείο
3. εξέταση
αρχ.
1. συμπέρασμα το οποίο συνάγεται από σημείο
2. παρατήρηση και καταγραφή τών συμπτωμάτων νόσου
3. διάγνωση.