χαρακτηριστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=charaktiristikos
|Transliteration C=charaktiristikos
|Beta Code=xarakthristiko/s
|Beta Code=xarakthristiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[characteristic]], τῆς Λυσίου λέξεως <span class="bibl">D.H.<span class="title">Lys.</span>11</span> (Sup.); λόγου Δημοσθενικοῦ μηνύματα χ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Dem.</span>34</span>, al.; <b class="b3">τοῦ ἀγαθοῦ, τῆς ὕλης</b>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>3.173</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>36</span>; <b class="b3">τοῦ ἁπλῶς βαρέος, κούφου</b>, <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Cael.</span>713.24</span>; τὸ χ. <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>103.17</span>, cf. <span class="bibl">Choerob. <span class="title">in Theod.</span>2.31H.</span> Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust. 1167.59</span>.—The form χαρακτηρικός is found in Phld.<span class="title">Po.Herc.</span>1676.7, in codd. of <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>39</span>, <span class="bibl">51</span>, and is v.l. in Id.<span class="title">Lys.</span>l.c. Adv. χαρακτηρικῶς Phld.<span class="title">Rh.</span>2.297S.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[characteristic]], τῆς Λυσίου λέξεως <span class="bibl">D.H.<span class="title">Lys.</span>11</span> (Sup.); λόγου Δημοσθενικοῦ μηνύματα χ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Dem.</span>34</span>, al.; <b class="b3">τοῦ ἀγαθοῦ, τῆς ὕλης</b>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>3.173</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>36</span>; <b class="b3">τοῦ ἁπλῶς βαρέος, κούφου</b>, <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Cael.</span>713.24</span>; τὸ χ. <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>103.17</span>, cf. <span class="bibl">Choerob. <span class="title">in Theod.</span>2.31H.</span> Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust. 1167.59</span>.—The form χαρακτηρικός is found in Phld.<span class="title">Po.Herc.</span>1676.7, in codd. of <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>39</span>, <span class="bibl">51</span>, and is v.l. in Id.<span class="title">Lys.</span>l.c. Adv. χαρακτηρικῶς Phld.<span class="title">Rh.</span>2.297S.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:17, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρακτηριστικός Medium diacritics: χαρακτηριστικός Low diacritics: χαρακτηριστικός Capitals: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: charaktēristikós Transliteration B: charaktēristikos Transliteration C: charaktiristikos Beta Code: xarakthristiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A characteristic, τῆς Λυσίου λέξεως D.H.Lys.11 (Sup.); λόγου Δημοσθενικοῦ μηνύματα χ. Id.Dem.34, al.; τοῦ ἀγαθοῦ, τῆς ὕλης, S.E.P.3.173, Dam.Pr.36; τοῦ ἁπλῶς βαρέος, κούφου, Simp. in Cael.713.24; τὸ χ. A.D.Synt.103.17, cf. Choerob. in Theod.2.31H. Adv. -κῶς Eust. 1167.59.—The form χαρακτηρικός is found in Phld.Po.Herc.1676.7, in codd. of D.H.Dem.39, 51, and is v.l. in Id.Lys.l.c. Adv. χαρακτηρικῶς Phld.Rh.2.297S.

German (Pape)

[Seite 1336] bezeichnend, unterscheidend, charakteristisch, D. Hal. de vi Dem. 34, u. bes. Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρακτηριστικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ χαρακτηρίζων, δηλωτικός, ὁ χρησιμεύων πρὸς χαρακτηρισμόν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 173, Διονυσ. Ἁλ. Λυσ. 11, περὶ Δημ. 34, κ. ἀλλ.· ἀλλ᾿ αὐτόθι 39, 51, κ. ἀλλ. ἔχει διατηρηθῇ ἐξ ἀντιγράφων ἡ πλημμ. γραφὴ χαρακτηρικός, Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1167. 60.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χαρακτηριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χαρακτηρίζω
1. αυτός που χρησιμεύει ως διακριτικό γνώρισμα προσώπου ή πράγματος, προσδιοριστικός
2. το ουδ. ως ουσ. το χαρακτηριστικό(ν)
α) διακριτικό γνώρισμα
β) ναυτ. διακριτικό σήμα σκάφους, φάρου ή άλλου σημείου
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η χαρακτηριστική
(φυσ.-τεχνολ.) καμπύλη ή σμήνος καμπυλών, προϊόν θεωρητικού υπολογισμού ή εμπειρικού προσδιορισμού, που αποδίδει την συνάρτηση ενός μεγέθους κάποιου συστήματος προς ένα άλλο μέγεθος
2. το ουδ. ως ουσ. βιολ. το διακριτικό γνώρισμα, συχνά και ως συνώνυμο του χαρακτήρα, αν και αναφέρεται κυρίως στην διακριτική κατάσταση ή έκφραση του χαρακτήρα αυτού
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χαρακτηριστικά- τα εξωτερικά γνωρίσματα ενός ατόμου, όπως είναι λ.χ. το χρώμα τών ματιών ή τών μαλλιών, η έκφραση του προσώπου κ.ά.
4. φρ. «χαρακτηριστική ομάδα»
(χημ) χημική ρίζα ή χημική δομή με χαρακτηριστικές ιδιότητες, όπως είναι λ.χ. το υδροξύλιο.
επίρρ...
χαρακτηριστικώς / χαρακτηριστικῶς, ΝΜ, και χαρακτηριστικά Ν
με χαρακτηριστικό τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

χᾰρακτηριστικός: служащий отличительным признаком (τινος Sext.).