ἀντωμοσία: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antomosia
|Transliteration C=antomosia
|Beta Code=a)ntwmosi/a
|Beta Code=a)ntwmosi/a
|Definition=ἡ, (ἀντόμνυμι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[oath]] or [[affidavit]] made by the prosecutor, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ap.</span>19b</span>, <span class="bibl">Lys.23.13</span>; also, by the defendant, <span class="bibl">Is.3.6</span>, cf. Harp. s. v., <span class="bibl">Poll.8.55</span>.</span>
|Definition=ἡ, (ἀντόμνυμι) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[oath]] or [[affidavit]] made by the prosecutor, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ap.</span>19b</span>, <span class="bibl">Lys.23.13</span>; also, by the defendant, <span class="bibl">Is.3.6</span>, cf. Harp. s. v., <span class="bibl">Poll.8.55</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:13, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντωμοσία Medium diacritics: ἀντωμοσία Low diacritics: αντωμοσία Capitals: ΑΝΤΩΜΟΣΙΑ
Transliteration A: antōmosía Transliteration B: antōmosia Transliteration C: antomosia Beta Code: a)ntwmosi/a

English (LSJ)

ἡ, (ἀντόμνυμι)    A oath or affidavit made by the prosecutor, Pl.Ap.19b, Lys.23.13; also, by the defendant, Is.3.6, cf. Harp. s. v., Poll.8.55.

German (Pape)

[Seite 265] (ἀντόμνυμι), ἡ, eigtl. der Gegeneid, d. i. der Eid des Klägers, daß er keine Verleumdungen vorbringe, und des Verklagten, daß er unschuldig sei, Harpocr. ἐπειδᾷ ἀντώμνυον οἱ διώκοντες καὶ οἱ φεύγοντες, οἱ μὲν ἀληθῆ κατηγορήσειν, οἱ δὲ ἀληθῆ ἀπολογήσεσθαι; etwas anders Schol. Ar. Vesp. 544. Auch die Anklageschrift, nach VLL. γραφὴ κατά τινος ἔνορκος περὶ ὧν ἠδικῆσθαί φησι. So Plat. Apol. 19 b; vgl. Ar. Vesp. 544. 1041.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντωμοσία: ἡ, (ἀντόμνυμι) ἔνορκος διαβεβαίωσις ἐγγράφως γινομένη κατὰ τὴν ἔναρξιν τῆς ἀνακρίσεως, ὑπὸ μὲν τοῦ κατηγόρου διδόντος περίληψιν τῶν κατηγοριῶν κατὰ τοῦ ἐναγομένου, ἃς ἀνελάμβανε νὰ ἀποδείξῃ, ὑπὸ δὲ τοῦ κατηγορουμένου βεβαιοῦντος ὅτι ἐν τῇ ἀπολογίᾳ αὑτοῦ θὰ ἔλεγε τὴν ἀλήθειαν: - «ἀντωμοσία: γράμματά τινα γράψαντες ἀποφέρουσι πρὸς τὴν ἀρχὴν οἵ τε κατηγοροῦντες καὶ οἱ κατηγορούμενοι, περὶ ὧν ἂν ἡ δίκη· καλεῖται δὲ οὕτως ἐπειδὴ ἀντώμνυον οἱ διώκοντες καὶ οἱ φεύγοντες, οἱ μὲν ἀληθῆ κατηγορήσειν, οἱ δὲ ἀληθῆ ἀπολογήσεσθαι» Ἁρποκρ. ἐν λ.: - Ὁ Πολυδ. Η΄, 55, λέγει «προωμοσία μὲν ὅρκος ὃν ὁ κατηγορούμενος προομνύει, ἦ μὴν ἀληθῆ κατηγορεῖν, ἀντωμοσία δὲ ὅρκος ὃν ὁ κατηγορούμενος ἀντομνύει, ἦ μὴν μὴ ἀδικεῖν. Ἀλλ’ ἡ λέξις προωμοσία δὲν ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς συγγραφεῦσιν· ἡ δὲ διωμοσία (ἴδε τὴν λέξιν) φαίνεται ὅτι ἦτο ἴδιον εἶδος ἀντωμοσίας, «διωμοσία δὲ ὁ παρ’ ἑκατέρου ὅρκος» (αὐτόθι): - Παραδείγματα ἀντωμοσίας κατηγόρου εὕρηνται ἐν Πλάτ. Ἀπολ. 19Β, Σωκράτης ἀδικεῖ, κτλ., 24Β, Σωκράτη φησίν ἀδικεῖν, κτλ., Λυσ. 167. 38, Ἰσαῖ. 50. 16, κ. ἑξ. πρβλ. 75. 31· τοῦ δὲ κατηγορουμένου παρὰ τῷ αὐτ. 38. 28, πρβλ. δὲ καὶ Ἀντιφῶντα 112. 22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
serment réciproque des parties au début du procès.
Étymologie: ἀντί, ὄμνυμι.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
jur. juramento o declaración jurada hecha por el acusador, Lys.23.13, Pl.Ap.19b
hecha por el defensor, Is.3.6, 5.2, Harp., Poll.8.55, Hsch.

Greek Monolingual

ἀντωμοσία, η (Α) αντόμνυμι
όρκος ή γραπτή ένορκη βεβαίωση από τον κατήγορο και τον κατηγορούμενο στην αρχή της διαδικασίας.

Greek Monotonic

ἀντωμοσία: ἡ (ἀντ-όμνυμι), όρκος ή αμοιβαία διαβεβαίωση που γίνεται έναντι άλλου, δηλ. από τον συνήγορο του κατηγορούμενου και τον κατήγορό του, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντωμοσία: ἡ юр. обоюдная присяга сторон (о чистосердечности и правдивости своих предстоящих выступлений на суде) Arph., Lys., Plat., Isae.

Middle Liddell

ἀντόμνυμι
an oath or affidavit made one against the other, i. e. by plaintiff and defendant, Plat., etc.

English (Woodhouse)

affidavit

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)