ἐπικλινής: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
(CSV import)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epiklinis
|Transliteration C=epiklinis
|Beta Code=e)piklinh/s
|Beta Code=e)piklinh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sloping]], χωρίον <span class="bibl">Th.6.96</span>; λόφοι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>45</span>; <b class="b3">ἐ. τῷ στάχυϊ καὶ μὴ ὀρθά</b> [[inclining]], [[bending]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.22.1</span>; ἐπικλινές ἐστι τάλαντον <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span> 312</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. [[prone]], [[inclined]], πρὸς τὸν Ἄρην <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>15.187b</span>; οικείωσις ἐ. πρός τινα <span class="bibl">Ph.1.252</span>. Adv. <b class="b3">-νῶς, ἔχειν πρός τι</b> ib.<span class="bibl">37</span>,al.</span>
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sloping]], χωρίον <span class="bibl">Th.6.96</span>; λόφοι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ant.</span>45</span>; <b class="b3">ἐ. τῷ στάχυϊ καὶ μὴ ὀρθά</b> [[inclining]], [[bending]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.22.1</span>; ἐπικλινές ἐστι τάλαντον <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span> 312</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span>. [[prone]], [[inclined]], πρὸς τὸν Ἄρην <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>15.187b</span>; οικείωσις ἐ. πρός τινα <span class="bibl">Ph.1.252</span>. Adv. <b class="b3">-νῶς, ἔχειν πρός τι</b> ib.<span class="bibl">37</span>,al.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:39, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικλινής Medium diacritics: ἐπικλινής Low diacritics: επικλινής Capitals: ΕΠΙΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: epiklinḗs Transliteration B: epiklinēs Transliteration C: epiklinis Beta Code: e)piklinh/s

English (LSJ)

ές,    A sloping, χωρίον Th.6.96; λόφοι Plu.Ant.45; ἐ. τῷ στάχυϊ καὶ μὴ ὀρθά inclining, bending, Thphr.CP3.22.1; ἐπικλινές ἐστι τάλαντον Call.Fr. 312.    2. prone, inclined, πρὸς τὸν Ἄρην Them.Or.15.187b; οικείωσις ἐ. πρός τινα Ph.1.252. Adv. -νῶς, ἔχειν πρός τι ib.37,al.

German (Pape)

[Seite 950] ές, sich wohin neigend, abschüssig; ἐξήρτηται τὸ χωρίον καὶ ἐπικλινές ἐστι Thuc. 6, 96; im Ggstz von ὀρθός, Theophr.; λόφοι Plut. Anton. 45; – ἐπικλινεῖς ἐκραβδίζειν τοὺς πονηροὺς ἐκ τῆς πόλεως, köpflings aus der Stadt peitschen, Ar. Lys. 575. – Uebertr., ἐπικλινῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu Etwas, Philo.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche vers, qui s’incline, qui se courbe.
Étymologie: ἐπικλίνω.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπικλινής)
1. (για τόπο) αυτός που κλίνει προς τη μία πλευρά, κατηφορικός («λόφων τινῶν ἐπικλινῶν», Πλούτ.)
2. (για κτήρια, δέντρα, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν είναι κάθετος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά, που γέρνει προς τα κάτω
μσν.- νεοελλ.
(το ουδ. με άρθρο ως ουσ.) το επικλινές
η επικλίνεια, η ροπή, η κλίση
μσν.
αυτός που διάκειται ευνοϊκά σε κάποιον
αρχ.
αυτός που έχει τάση, προδιάθεση για κάτι, επιρρεπής.
επίρρ...
επικλινώς
σε επικλινή θέση, πλάγια, γερτά, λοξά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -κλίνης (< κλίνω)].

Greek Monotonic

ἐπικλῐνής: -ές (ἐπι-κλίνω), κατηφορικός, κεκλιμένος, κατωφερής, σε Θουκ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικλῐνής:
1) наклонный, покатый (χωρίον Thuc.);
2) отвесный, крутой (λόφος Plut.): ἐπικλινῆ τινα ἐκραβδίζειν Arph. палками заставить кого-л. стремглав бежать.

Middle Liddell

ἐπικλῐνής, ές ἐπικλίνω
sloping, Thuc., Plut.

English (Woodhouse)

sloping, on an incline, up hill

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)