ὑπερακοντίζω: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperakontizo | |Transliteration C=yperakontizo | ||
|Beta Code=u(perakonti/zw | |Beta Code=u(perakonti/zw | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[overshoot]], i. e. [[outdo]], Νικίαν ταῖς μηχαναῖς <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span> 363</span> (troch.); <b class="b3">διακοσίαισι βουσὶν ὑπερηκόντισα</b> [[I overshot]] him with my <span class="bibl">200</span> kine, <span class="bibl">Id.<span class="title">Eq.</span>659</span>, cf. <span class="bibl">Diph.66.5</span>; also <b class="b3">κλέπτων τοὺς βλέποντας ὑπερηκόντικεν</b> [[has outdone]] them in stealing, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>666</span>:—Pass., [<b class="b3">ἡ ἰατρικὴ] ὑπερηκοντίσθη κατὰ τὴν ἀξίαν πασῶν τῶν κατὰ τὸν βίον χρειῶν</b> [[has been made to excel]]... <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>2</span><span class="title">Prooem.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:38, 13 December 2020
English (LSJ)
A overshoot, i. e. outdo, Νικίαν ταῖς μηχαναῖς Ar.Av. 363 (troch.); διακοσίαισι βουσὶν ὑπερηκόντισα I overshot him with my 200 kine, Id.Eq.659, cf. Diph.66.5; also κλέπτων τοὺς βλέποντας ὑπερηκόντικεν has outdone them in stealing, Ar.Pl.666:—Pass., [ἡ ἰατρικὴ] ὑπερηκοντίσθη κατὰ τὴν ἀξίαν πασῶν τῶν κατὰ τὸν βίον χρειῶν has been made to excel... Alex.Aphr.Pr.2Prooem.
German (Pape)
[Seite 1190] mit dem Spieße darüber wegwerfen, übertr., übertreffen, τινά τινι, Einen worin, Ar. Av. 363; auch τινά mit folgdm partic., Plut. 666; σὲ ὑπερηκόντισε τῇ ἀπαιδευσίᾳ Luc. adv. ind. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερᾰκοντίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, ὡς καὶ νῦν, ὑπερτερῶ, περνῶ, Νικίαν ταῖς μνηχαναῖς Ἀριστοφ. Ὄρν. 363· ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ.· ἀλλά, διακοσίαισι βουσὶν ὑπερηκόντισα, ὑπερέβαλον αὐτὸν διὰ τῶν διακοσίων μου βοῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 659, πρβλ. Δίφιλον ἐν «Πολυπράγμονι» 1. 5· ὡσαύτως, ὑπ. τινὰ κλέπτων, ὑπερτερῶ εἰς τὸ κλέπτειν, Ἀριστοφ. Πλ. 666.
French (Bailly abrégé)
être plus fort ou plus habile à lancer le javelot ; p. ext. surpasser : τινά τινι qqn en qch ; τινα avec un part. : qqn pour faire qch.
Étymologie: ὑπέρ, ἀκοντίζω.
Greek Monolingual
ὑπερακοντίζω ΝΜΑ
1. ακοντίζω πέρα από τον στόχο, ρίχνω το ακόντιο μακρύτερα από τους άλλους
2. μτφ. υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω (α. «υπερακόντισε σε πολυλογία όλους τους συναδέλφους του ομιλητές» β. «αὐτὸν σε ὑπερηκόντισε τῇ ἀναιδείᾳ», Λουκιαν.
γ. «ὑπερακοντίζεις σύ γ' ἤδη Νικίαν ταῑς μηχαναῑς», Αριστοφ.)
μσν.
1. τρυπώ, διαπερνώ με το ξίφος
2. μτφ. εκτοξεύω, στέλνω μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀκοντίζω «ρίχνω ακόντιο, χτυπώ»].
Greek Monotonic
ὑπερᾰκοντίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, υπερακοντίζω, δηλ. υπερτερώ από, ξεπερνώ κάποιον, με αιτ., σε Αριστοφ.· ὑπερακοντίζω τινὰ κλέπτων, ξεπερνώ κάποιον στην κλεψιά, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερᾰκοντίζω: досл. одолевать в копьеметании, перен. превосходить, превышать (τινά τινι Arph., Luc.).
Middle Liddell
fut. attic ιῶ
to overshoot, i. e. to outdo, c. acc., Ar.; ὑπ. τινὰ κλέπτων to outdo one in stealing, Ar.