ακέομαι: Difference between revisions
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκέομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θεραπεύω]], [[περιποιούμαι]]<br />«[[ἕλκος]] ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523)<br /><b>2.</b> [[καταπαύω]], [[σταματώ]]<br />«[[πίον]] τ' ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2)<br /><b>3.</b> [[επιδιορθώνω]], [[επισκευάζω]]<br />«νῆας [[ἀκειόμενος]]» (Όμ. ξ 383)<br /><b>4.</b> [[επανορθώνω]]<br />«[[ἀκέομαι]] [[ἀδίκημα]]» (<b>Πλάτ.</b> Πολιτ. 364c)<br /><b>5.</b> [[βρίσκω]] [[λύση]], συμβιβάζομαι<br />«ἀλλ' ἀκέσασθε φίλοι» (Όμ. κ 69).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀκέομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θεραπεύω]], [[περιποιούμαι]]<br />«[[ἕλκος]] ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523)<br /><b>2.</b> [[καταπαύω]], [[σταματώ]]<br />«[[πίον]] τ' ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2)<br /><b>3.</b> [[επιδιορθώνω]], [[επισκευάζω]]<br />«νῆας [[ἀκειόμενος]]» (Όμ. ξ 383)<br /><b>4.</b> [[επανορθώνω]]<br />«[[ἀκέομαι]] [[ἀδίκημα]]» (<b>Πλάτ.</b> Πολιτ. 364c)<br /><b>5.</b> [[βρίσκω]] [[λύση]], συμβιβάζομαι<br />«ἀλλ' ἀκέσασθε φίλοι» (Όμ. κ 69).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκος]]<br /><i>το</i> ρ. [[ἀκέομαι]] παρουσιάζει [[ποικιλία]] σημασιολογικών αποχρώσεων τόσο στην [[πεζογραφία]] όσο και στην [[ποίηση]]. Απαντά [[κυρίως]] ως [[ιατρικός]] όρος με τη [[σημασία]] «[[θεραπεύω]]» και ως [[τεχνικός]] όρος με τη [[σημασία]] «[[επανορθώνω]], [[διορθώνω]]», ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται [[συχνά]] με μεταφορική [[σημασία]]. Η [[πολυσημία]] της λ. [[είναι]] δυνατόν να οφείλεται σε σημασιολογική [[εξέλιξη]]<br />δηλ. η [[σημασία]] «[[θεραπεύω]]» προήλθε [[πιθανώς]] με περιορισμό της ευρύτερης σημασίας «[[επανορθώνω]]», εάν η [[σημασία]] αυτή θεωρηθεί ως αρχική, ή και αντίθετα, η [[σημασία]] «[[επιδιορθώνω]], [[επανορθώνω]]» προήλθε με [[επέκταση]] της σημασίας «[[θεραπεύω]]». Όπως παρατηρεί ο Chantraine, το ρ. [[ἀκέομαι]] ως ιατρ. όρος διαφοροποιείται από το συνώνυμο του <i>ἰῶμαι</i>, αφ’ ενός [[γιατί]] δεν συνεκφέρεται [[μαζί]] με το όνομα του θεραπευτού (γιατρού), αφ’ ετέρου [[γιατί]] δεν έχει ως [[συμπλήρωμα]] όνομα προσώπου, όπως το ρ. <i>ἰῶμαι</i>, [[αλλά]] το όνομα ασθένειας, πόνου ή πληγής, που θεραπεύεται.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκεσία]], [[ἄκεσις]], [[ἄκεσμα]], [[ἀκεσμός]], [[ἀκεστήρ]], [[ἀκεστός]], [[ἀκέστρα]], [[ἀκέστωρ]], <i>ἀκή</i><br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀκεστής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκεσίμβροτος]], [[ἀκεσώδυνος]], [[ἀνακέομαι]], <i>ἀφακέομαι</i>, [[διακέομαι]], [[ἐνακέομαι]], [[ἐξακέομαι]], [[ἐπακέομαι]], [[ἐφακέομαι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀκέομαι (Α)
1. θεραπεύω, περιποιούμαι
«ἕλκος ἄκεσσαι» (Όμ. Π 523)
2. καταπαύω, σταματώ
«πίον τ' ἀκέοντό τε δίψαν» (Όμ. Χ 2)
3. επιδιορθώνω, επισκευάζω
«νῆας ἀκειόμενος» (Όμ. ξ 383)
4. επανορθώνω
«ἀκέομαι ἀδίκημα» (Πλάτ. Πολιτ. 364c)
5. βρίσκω λύση, συμβιβάζομαι
«ἀλλ' ἀκέσασθε φίλοι» (Όμ. κ 69).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκος
το ρ. ἀκέομαι παρουσιάζει ποικιλία σημασιολογικών αποχρώσεων τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίηση. Απαντά κυρίως ως ιατρικός όρος με τη σημασία «θεραπεύω» και ως τεχνικός όρος με τη σημασία «επανορθώνω, διορθώνω», ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται συχνά με μεταφορική σημασία. Η πολυσημία της λ. είναι δυνατόν να οφείλεται σε σημασιολογική εξέλιξη
δηλ. η σημασία «θεραπεύω» προήλθε πιθανώς με περιορισμό της ευρύτερης σημασίας «επανορθώνω», εάν η σημασία αυτή θεωρηθεί ως αρχική, ή και αντίθετα, η σημασία «επιδιορθώνω, επανορθώνω» προήλθε με επέκταση της σημασίας «θεραπεύω». Όπως παρατηρεί ο Chantraine, το ρ. ἀκέομαι ως ιατρ. όρος διαφοροποιείται από το συνώνυμο του ἰῶμαι, αφ’ ενός γιατί δεν συνεκφέρεται μαζί με το όνομα του θεραπευτού (γιατρού), αφ’ ετέρου γιατί δεν έχει ως συμπλήρωμα όνομα προσώπου, όπως το ρ. ἰῶμαι, αλλά το όνομα ασθένειας, πόνου ή πληγής, που θεραπεύεται.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκεσία, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἀκεσμός, ἀκεστήρ, ἀκεστός, ἀκέστρα, ἀκέστωρ, ἀκή
αρχ.-μσν.
ἀκεστής.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκεσίμβροτος, ἀκεσώδυνος, ἀνακέομαι, ἀφακέομαι, διακέομαι, ἐνακέομαι, ἐξακέομαι, ἐπακέομαι, ἐφακέομαι].