ζηλότυπος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zilotypos
|Transliteration C=zilotypos
|Beta Code=zhlo/tupos
|Beta Code=zhlo/tupos
|Definition=ον, (τύπτω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[jealous]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>1016</span>, <span class="bibl">Men.<span class="title">Pk.</span>409</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span> 5.8.2</span>, etc.; title of mime by Herodas; ζ. ὀδύναι <span class="title">AP</span>5.151 (Mel.); τὸ ζ. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Hom.</span>p.41</span> O. Adv. -πως <span class="bibl">Str.14.1.20</span>; ζ. ἔχειν διὰ τὸν ἔρωτα <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>1.22.3</span>; πρός τινα Aeschin.Socr.<span class="title">Oxy.</span>1608.83: Sup. -ώτατα, διατεθῆναι πρός τινα <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>12.16</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[eager]], πρὸς τὴν τῶν ἀρρένων συνουσίαν <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>62</span>.</span>
|Definition=ον, (τύπτω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[jealous]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>1016</span>, <span class="bibl">Men.<span class="title">Pk.</span>409</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span> 5.8.2</span>, etc.; title of mime by Herodas; ζ. ὀδύναι <span class="title">AP</span>5.151 (Mel.); τὸ ζ. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Hom.</span>p.41</span> O. Adv. -πως <span class="bibl">Str.14.1.20</span>; ζ. ἔχειν διὰ τὸν ἔρωτα <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>1.22.3</span>; πρός τινα Aeschin.Socr.<span class="title">Oxy.</span>1608.83: Sup. -ώτατα, διατεθῆναι πρός τινα <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>12.16</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[eager]], πρὸς τὴν τῶν ἀρρένων συνουσίαν <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>62</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:35, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλότῠπος Medium diacritics: ζηλότυπος Low diacritics: ζηλότυπος Capitals: ΖΗΛΟΤΥΠΟΣ
Transliteration A: zēlótypos Transliteration B: zēlotypos Transliteration C: zilotypos Beta Code: zhlo/tupos

English (LSJ)

ον, (τύπτω) A jealous, Ar.Pl.1016, Men.Pk.409, J.AJ 5.8.2, etc.; title of mime by Herodas; ζ. ὀδύναι AP5.151 (Mel.); τὸ ζ. Phld.Hom.p.41 O. Adv. -πως Str.14.1.20; ζ. ἔχειν διὰ τὸν ἔρωτα J.BJ1.22.3; πρός τινα Aeschin.Socr.Oxy.1608.83: Sup. -ώτατα, διατεθῆναι πρός τινα Ael.VH12.16. 2 eager, πρὸς τὴν τῶν ἀρρένων συνουσίαν Ptol.Tetr.62.

German (Pape)

[Seite 1139] (von Nacheiferung geschlagen), eifersüchtig, Ar. Plut. 1016; ὀδύναι Mel. 90 (V, 152). – Adv., ζηλοτύπως ἔχειν πρὸς ἀλλήλους D. L. 2, 57.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλότῠπος: -ον, (τύπτω) ἔχων ζηλοτυπίαν, «ζηλιάρης», Ἀριστοφ. Πλ. 1016· ὀδύναι Ἀνθ. Π. 5. 152· ζ. ἔχειν πρός τινα Διογ. Λ. 2. 57. - Ἐπίρρ. -πως, Στράβ. 640.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
jaloux.
Étymologie: ζῆλος, τύπτω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ζηλότυπος, -ον)
αυτός που διακατέχεται από το πάθος της ζηλοτυπίας, ο φθονερός, ο ζηλιάρης («σφόδρα ζηλότυπος ό νεανίσκος ἦν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
(για συζύγους) καχύποπτος για τη συζυγική ή την ερωτική πίστη
αρχ.
1. αυτός που έχει προθυμία, έντονη διάθεση για κάτι
2. φιλόνικος, ερειστικός.
επίρρ...
ζηλοτύπως και ζηλότυπα (Α ζηλοτύπως)
με ζήλεια, με ζηλοτυπία
νεοελλ.
με ζήλο, με επιμονή
αρχ.
με σφοδρή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος + τύπος «κτύπος, κτύπημα»
ζηλότυπος «ο κτυπημένος με ζήλεια, αυτός που έχει δεχθεί το πλήγμα της ζήλειας»].

Greek Monotonic

ζηλότῠπος: -ον (τύπτω), αυτός που ζηλεύει, ζηλιάρης, φθονερός, σε Αριστοφ. σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζηλότυπος -ον [ζῆλος, τύπτω] jaloers:. σφόδρα ζηλότυπος ὁ νεανίσκος ἦν de jongeman was heel jaloers Aristoph. Pl. 1016; χερῶν ζηλοτύπων δύναμιν de kracht van mijn handen die door jaloezie worden bewogen AP 5.151.8.

Russian (Dvoretsky)

ζηλότῠπος: завистливый, ревнивый (ὁ νεανίσκος Arph.): ζηλότυποι ὀδύναι Anth. муки ревности.

Middle Liddell

ζηλό-τῠπος, ον τύπτω
jealous, Ar., Anth.