ζηλότυπος: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zilotypos | |Transliteration C=zilotypos | ||
|Beta Code=zhlo/tupos | |Beta Code=zhlo/tupos | ||
|Definition=ον, (τύπτω) <span class="sense"> | |Definition=ον, (τύπτω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[jealous]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>1016</span>, <span class="bibl">Men.<span class="title">Pk.</span>409</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span> 5.8.2</span>, etc.; title of mime by Herodas; ζ. ὀδύναι <span class="title">AP</span>5.151 (Mel.); τὸ ζ. <span class="bibl">Phld.<span class="title">Hom.</span>p.41</span> O. Adv. -πως <span class="bibl">Str.14.1.20</span>; ζ. ἔχειν διὰ τὸν ἔρωτα <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>1.22.3</span>; πρός τινα Aeschin.Socr.<span class="title">Oxy.</span>1608.83: Sup. -ώτατα, διατεθῆναι πρός τινα <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>12.16</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[eager]], πρὸς τὴν τῶν ἀρρένων συνουσίαν <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>62</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:35, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, (τύπτω) A jealous, Ar.Pl.1016, Men.Pk.409, J.AJ 5.8.2, etc.; title of mime by Herodas; ζ. ὀδύναι AP5.151 (Mel.); τὸ ζ. Phld.Hom.p.41 O. Adv. -πως Str.14.1.20; ζ. ἔχειν διὰ τὸν ἔρωτα J.BJ1.22.3; πρός τινα Aeschin.Socr.Oxy.1608.83: Sup. -ώτατα, διατεθῆναι πρός τινα Ael.VH12.16. 2 eager, πρὸς τὴν τῶν ἀρρένων συνουσίαν Ptol.Tetr.62.
German (Pape)
[Seite 1139] (von Nacheiferung geschlagen), eifersüchtig, Ar. Plut. 1016; ὀδύναι Mel. 90 (V, 152). – Adv., ζηλοτύπως ἔχειν πρὸς ἀλλήλους D. L. 2, 57.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλότῠπος: -ον, (τύπτω) ἔχων ζηλοτυπίαν, «ζηλιάρης», Ἀριστοφ. Πλ. 1016· ὀδύναι Ἀνθ. Π. 5. 152· ζ. ἔχειν πρός τινα Διογ. Λ. 2. 57. - Ἐπίρρ. -πως, Στράβ. 640.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
jaloux.
Étymologie: ζῆλος, τύπτω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ζηλότυπος, -ον)
αυτός που διακατέχεται από το πάθος της ζηλοτυπίας, ο φθονερός, ο ζηλιάρης («σφόδρα ζηλότυπος ό νεανίσκος ἦν», Αριστοφ.)
νεοελλ.
(για συζύγους) καχύποπτος για τη συζυγική ή την ερωτική πίστη
αρχ.
1. αυτός που έχει προθυμία, έντονη διάθεση για κάτι
2. φιλόνικος, ερειστικός.
επίρρ...
ζηλοτύπως και ζηλότυπα (Α ζηλοτύπως)
με ζήλεια, με ζηλοτυπία
νεοελλ.
με ζήλο, με επιμονή
αρχ.
με σφοδρή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος + τύπος «κτύπος, κτύπημα»
ζηλότυπος «ο κτυπημένος με ζήλεια, αυτός που έχει δεχθεί το πλήγμα της ζήλειας»].
Greek Monotonic
ζηλότῠπος: -ον (τύπτω), αυτός που ζηλεύει, ζηλιάρης, φθονερός, σε Αριστοφ. σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζηλότυπος -ον [ζῆλος, τύπτω] jaloers:. σφόδρα ζηλότυπος ὁ νεανίσκος ἦν de jongeman was heel jaloers Aristoph. Pl. 1016; χερῶν ζηλοτύπων δύναμιν de kracht van mijn handen die door jaloezie worden bewogen AP 5.151.8.
Russian (Dvoretsky)
ζηλότῠπος: завистливый, ревнивый (ὁ νεανίσκος Arph.): ζηλότυποι ὀδύναι Anth. муки ревности.