κρεάγρα: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kreagra | |Transliteration C=kreagra | ||
|Beta Code=krea/gra | |Beta Code=krea/gra | ||
|Definition=ἡ, (κρέας, ἀγρέω) <span class="sense"> | |Definition=ἡ, (κρέας, ἀγρέω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[flesh-hook]], to take meat out of the pot, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>772</span> (ubi v. Sch.), <span class="bibl"><span class="title">V.</span>1155</span>, <span class="bibl">Anaxipp.6.2</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Ki.</span>2.14</span>, <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span> 2.191.10</span> (ii A. D.), etc.: generally, [[hook to seize]] or [[drag by]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span> 1002</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:05, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ, (κρέας, ἀγρέω) A flesh-hook, to take meat out of the pot, Ar.Eq.772 (ubi v. Sch.), V.1155, Anaxipp.6.2, LXX 1 Ki.2.14, PLond. 2.191.10 (ii A. D.), etc.: generally, hook to seize or drag by, Ar.Ec. 1002.
Greek (Liddell-Scott)
κρεάγρα: ἡ, (κρέας, ἀγρέω) περόνη ἢ λαβὶς δι’ ἥς τὸ κρέας ἐλαμβάνετο ἐκ τῆς χύτρας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 772 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Σφ. 1155, Ἀνάξιππ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· καθόλου ἄγκιστρον δι’ οὗ λαμβάνει τις καὶ σύρει τι, ἁρπάγη, Λατ. harpago, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1002.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
crochet ou fourchette pour tirer la viande du pot.
Étymologie: κρέας, ἀγρέω.
Greek Monolingual
η (Α κρεάγρα)
περόνη ή λαβίδα που χρησιμεύει για το βγάλσιμο του κρέατος από τη χύτρα («καὶ πᾱν ὅ ἐὰν ἀνέβη ἐν τή κρεάγρᾳ, ἐλάμβανεν ἑαυτῷ ὁ ἱερεύς», ΠΔ.)
αρχ.
άγκιστρο, αρπάγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -άγρα (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. οστ-άγρα, ποδ-άγρα].
Greek Monotonic
κρεάγρα: ἡ (κρέας, ἀγρέω), λαβίδα για το κρέας ώστε να μπορεί κάποιος να το πιάνει μέσα από τη χύτρα, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεάγρα -ας, ἡ [κρέας, ἀγρέω] vleeshaak; haak, vork.
Russian (Dvoretsky)
κρεάγρα: ἡ
1) крюк для мяса (род суповой вилки) Arph., Anth.;
2) крюк (вообще) Arph.
Middle Liddell
κρε-άγρα, ἡ, κρέας, ἀγρέω
a flesh-hook, to take meat out of the pot, Ar.