πανσέληνος: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=panselinos | |Transliteration C=panselinos | ||
|Beta Code=panse/lhnos | |Beta Code=panse/lhnos | ||
|Definition=or πασσ- (<span class="bibl">Arist.<span class="title">APo.</span>93a37</span> cod. A), ον, of the moon, <span class="sense"> | |Definition=or πασσ- (<span class="bibl">Arist.<span class="title">APo.</span>93a37</span> cod. A), ον, of the moon, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[at the full]], ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα π. <span class="bibl">Th.7.50</span>; <b class="b3">κύκλος π</b>. [[the moon's full]] orb, <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1155</span>; τὰς νύκτας τὰς π. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>622b27</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἡ πανσέληνος</b> (sc. [[ὥρα]]) [[the time of full moon]], <span class="bibl">Hdt.2.47</span>, <span class="bibl">6.120</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>84</span>; <b class="b3">τὰν αὔριον π</b>. (s. v.l.) at tomorrow's [[full moon]], <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1090</span> (lyr.): without the Art., πανσέληνος <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>389</span>, <span class="bibl">And.1.38</span>; <b class="b3">ταῖς πανσελήνοις</b> or <b class="b3">ἐν ταῖς π</b>. [[at the seasons of full moon]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>544a20</span>, <span class="bibl">555a10</span>, cf. <span class="title">Stoic.</span>1.34; <b class="b3">πανσέληνον, τό</b>, <span class="bibl">Apollon.<span class="title">Mir.</span>36</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[round as the full moon]], χρυσίς <span class="bibl">Hermipp.37</span> (dub. l.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:05, 30 December 2020
English (LSJ)
or πασσ- (Arist.APo.93a37 cod. A), ον, of the moon, A at the full, ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα π. Th.7.50; κύκλος π. the moon's full orb, E.Ion1155; τὰς νύκτας τὰς π. Arist.HA622b27. 2 ἡ πανσέληνος (sc. ὥρα) the time of full moon, Hdt.2.47, 6.120, Ar.Ach.84; τὰν αὔριον π. (s. v.l.) at tomorrow's full moon, S.OT1090 (lyr.): without the Art., πανσέληνος A.Th.389, And.1.38; ταῖς πανσελήνοις or ἐν ταῖς π. at the seasons of full moon, Arist.HA544a20, 555a10, cf. Stoic.1.34; πανσέληνον, τό, Apollon.Mir.36. II round as the full moon, χρυσίς Hermipp.37 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 462] vollmondlich; ἡ πανσέληνος, sc. ὥρα, die Zeit des Vollmondes, Ar. Ach. 84; Her. 2, 47. 6, 106. 120; Andoc. 1, 38 u. A.; ἡ πανσέληνος, der Vollmond, Aesch. Spt. 371; Soph. O. R. 1090; Plat. Epin. 990 b; κύκλος, Eur. Ion 1155; σελήνη, D. C. 40, 25; νύξ, Vollmondsnacht, Arist. H. A. 10, 38 u. Sp. Auch χρυσίς, ganz rund, Hermipp. b. Ath. XI, 502 e.
Greek (Liddell-Scott)
πανσέληνος: ἢ πασσ- (ὡς ὁ Βεκκῆρ. ἐν Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὑστ 2. 8, 6, κ. ἀλλ.), ον· - ἐπὶ τῆς σελήνης ὅταν φαίνηται πεφωτισμένη ὁλόκληρος, ἡ σελήνη ἐτύγχανεν οὖσα π. Θουκ. 7. 50· π. κύκλος, ὁ πλήρης κύκλος τῆς σελήνης, Εὐρ. Ἴων 1155· τὰς νύκτας τὰς π. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 38, 2. 2) ἡ πανσέληνος (ἐξυπακ. ὥρα), ὁ χρόνος τῆς πανσελήνου, Ἡρόδ. 2. 47., 6. 106, 120, Ἀριστοφ. Ἀχ. 84· τὰν αὔριον παν., κατὰ τὴν προσεχῆ πανσέληνον, Σοφ. Ο. Τ. 1090˙ ἢ ἀνάρθρως, πανσέληνος Αἰσχύλ. Θήβ. 389, Ἀνδοκ. 6. 13˙ ταῖς πανσελήνοις ἢ ἐν ταῖς π., κατὰ τὰς πανσελήνους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 12, 4 καὶ 23, 4˙ ὡσαύτως πανσέληνον, τό, Ἀπολλων. Ἱστ. Θαυμ. 36. ΙΙ. στρογγύλος ὡς ἡ πανσέληνος, χρυσίδ’ οἴνου πανσέληνον ἐκπιών ὑφείλετοἝρμιππος ἐν «Κέρκωψι» 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 de la pleine lune ; ἡ πανσέληνος (ὥρα) HDT le temps de la pleine lune;
2 qui est dans son plein ; σελήνη THC lune dans son plein, pleine lune ; ἡ πανσέληνος (σελήνη) ESCHL la pleine lune.
Étymologie: πᾶν, σελήνη.
Greek Monolingual
-ο / πανσέληνος, -ον, Α και πασσέληνος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η πανσέληνος
αστρον. φάση της Σελήνης κατά την οποία αυτή φαίνεται από τη Γη σαν ένας τέλειος φωτεινός δίσκος και και η οποία συντελείται κάθε 29, 53 ημέρες όταν ο Ήλιος και η Σελήνη βρίσκονται σε αντίθετες διευθύνσεις, αλλ. πλησιφαής σελήνη, γεμάτο φεγγάρι
μσν.-αρχ.
(για τη σελήνη) αυτή που φωτίζεται ολόκληρη, πλησιφαής («ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα πανσέληνος», Θουκ.)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ο χρόνος κατά τον οποίο η σελήνη είναι ολόφωτη
2. στρογγυλός σαν τη σελήνη όταν είναι ολόφωτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -σέληνος (< σελήνη), πρβλ. ημι-σέληνος, πλησι-σέληνος].
Greek Monotonic
πανσέληνος: ή πασ-σέληνος, -ον (σελήνη)·
1. λέγεται για τη σελήνη όταν φαίνεται ολόκληρη, ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα πανσέληνος, σε Θουκ.· πανσέληνος κύκλος, ο πλήρης κύκλος της σελήνης, σε Ευρ.
2. ἡ πανσέληνος (ενν. ὥρα), η ώρα της πλήρους σελήνης, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τὰν αὔριον πανσέληνον, στην επόμενη πανσέληνο, σε Σοφ.· χωρίς άρθρο, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνσέληνος:
I редко πασσέληνος 2 полнолунный, озаренный полной луной (νύξ Arst.): ὁ π. κύκλος Eur. и ἡ π. σελήνη Thuc. полная луна; τὰ ἐκλειπτικὰ πανσέληνα Plut. полное затмение луны.
πανσέληνος: II ἡ
1) (sc. ὥρα) полнолуние Her. etc. тж. pl. Arst.;
2) (sc. σελήνη) полная луна Aesch., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανσέληνος -ον [πᾶς, σελήνη] van de volle maan, bij volle maan, vol:; κύκλος π. de cirkel van de volle maan Eur. Ion 1155; ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα πανσέληνος het was net volle maan Thuc. 7.50.4; subst.. ἡ πανσέληνος ( sc. ὥρα ) de volle maan.
Middle Liddell
παν-σέληνος, ορ πασ-σέληνος, ον, σελήνη
1. of the moon, at the full, ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα π. Thuc.; π. κύκλος the moon's full orb, Eur.
2. ἡ πανσέληνος (sc. ὥρἀ the time of full moon, Hdt., Ar.; τὰν αὔριον π. at the next full moon, Soph.; without the Art., Aesch.