πυρρίχη: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyrrichi | |Transliteration C=pyrrichi | ||
|Beta Code=purri/xh | |Beta Code=purri/xh | ||
|Definition=[ῐ] (sc. [[ὄρχησις]]), ἡ, <span class="sense"> | |Definition=[ῐ] (sc. [[ὄρχησις]]), ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[war-dance]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>153</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>6.1.12</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>816b</span>; called from one [[Πύρριχος]] the inventor, acc. to <span class="bibl">Aristox. <span class="title">Fr.Hist.</span>46</span>, <span class="bibl">Str.10.3.8</span>, <span class="bibl">10.4.16</span>; but acc. to <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>519</span>, from its being first used at the funeral of Patroclus (from [[πυρά]]); as a prizecontest, <span class="title">CIG</span>2758 IV (Aphrodisias), 3089 (Teos). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> generally, <b class="b3">δειναὶ π</b>. strange [[contortions]], <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>1135</span>: prov., <b class="b3">πυρρίχην βλέπειν</b> 'to look daggers', <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1169</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:54, 30 December 2020
English (LSJ)
[ῐ] (sc. ὄρχησις), ἡ, A war-dance, Ar.Ra.153, X.An.6.1.12, Pl.Lg.816b; called from one Πύρριχος the inventor, acc. to Aristox. Fr.Hist.46, Str.10.3.8, 10.4.16; but acc. to Arist.Fr.519, from its being first used at the funeral of Patroclus (from πυρά); as a prizecontest, CIG2758 IV (Aphrodisias), 3089 (Teos). 2 generally, δειναὶ π. strange contortions, E.Andr.1135: prov., πυρρίχην βλέπειν 'to look daggers', Ar.Av.1169.
Greek (Liddell-Scott)
πυρρίχη: [ῐ] (ἐξυπακ. ὄρχησις), ἡ, εἶδος πολεμικῆς ὀρχήσεως (πρβλ. ἐμμέλεια), Ἀριστοφ. Βάτρ. 153, Ξενοφ. Ἀν. 6. 1, 12, Πλάτ. Νόμ. 816Β· ἐκλήθη δὲ οὕτως ἐκ τοῦ ὀνόματος Πύρριχος ὡς ἐκαλεῖτο ὁ ἐπινοήσας αὐτήν, κατὰ τὸν Ἀριστόξενον παρ’ Ἀθην. 630D, Στράβ. 467, πρβλ. 480· ἢ κατὰ τὸν Ἀριστ. (Ἀποσπάσ.), ἐπειδὴ κατὰ πρῶτον ἐγένετο χρῆσις τῆς ὀρχήσεως ταύτης κατὰ τὴν ταφὴν τοῦ Πατρόκλου (ἐκ τοῦ πυρά)· μνημονεύεται δὲ ὡς ἅμιλλα περὶ βραβείου, Συλ. Ἐπιγρ. 2758 iv, v., 3089, -90· πρβλ. πρύλις. 2) καθόλου, δειναὶ π., παράδοξοι συστροφαὶ τοῦ σώματος, Εὐριπ. Ἀνδρ. 1135· - παροιμ., πυρρίχην βλέπειν, ἔνοπλον καὶ πολεμικόν τι βλέπειν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1169. Πρβλ. πυρίχη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
pyrrhique, danse de guerre.
Étymologie: DELG πυρρός.
Greek Monolingual
ἡ, ΝΑ, και πυρίχη Α
ο πυρρίχιος χορός
αρχ.
1. φρ. «δειναὶ πυρρίχαι» — παράδοξες συστροφές του σώματος
2. παροιμ. φρ. «πυρρίχην βλέπω» — κοιτώ με άγριο βλέμμα, με μίσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. πύρριχος. Ο τ. πυρίχη είναι ποιητ.].
Greek Monotonic
πυρρίχη: [ῐ] (ενν. ὄρχησις), ἡ,
1. είδος πολεμικής ορχήσεως, σε Αριστοφ., Ξεν.· το όνομα έχει αποδοθεί στον Πύρριχο (Πύρριχος) που την επινόησε·
2. γενικά, δειναὶ π., οι παράδοξες συστροφές του σώματος, σε Ευρ.· — παροιμ., πυρρίχην βλέπειν, «βλέπω κάτι πολεμικό ή ένοπλο», σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πυρρίχη: редко Anth. πυρίχη (ῐ) ἡ
1) (sc. ὄρχησις) пирриха (военная пляска дорического происхождения) Eur., Xen., Plat., Arst.: πυρρίχην βλέπειν Arph. воинственно смотреть;
2) pl. прыжки или извороты (δειναὶ πυρρίχαι Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρρίχη -ης, ἡ [πύρριχος] pyrrhichè (krijgsdans); als inw. obj.: πυρρίχην βλέπων met een krijgsdanserige blik Aristoph. Av. 1169.
Middle Liddell
1. (sc. ὄρχησισ), the pyrrhic dance, a kind of war-dance, Ar., Xen.;—attributed to one Πύρριχος the inventor.
2. generally, δειναὶ π. strange contortions, Eur.:—proverb., πυρρίχην βλέπειν "to look daggers, " Ar.