Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συνεργία: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synergia
|Transliteration C=synergia
|Beta Code=sunergi/a
|Beta Code=sunergi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[co-operation]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>876b15</span>, <span class="bibl">Plb.8.33.10</span>; <b class="b3">εἰς τὸν βίον, πρὸς τοὺς πολέμους</b>, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.270 S., <span class="title">Mus.</span> p.69 K.: also συνέργεια, <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>36.14</span> (ii B.C.), Gal. 19.472: pl., <span class="bibl">Arist. <span class="title">Oec.</span>1343b17</span> (<b class="b3">-ίαι</b>, v.l. [[-είαι]]). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[conspiracy]], [[collusion]], <span class="bibl">D.56.8</span>; περί τι <span class="bibl">Din.1.112</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[co-operation]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>876b15</span>, <span class="bibl">Plb.8.33.10</span>; <b class="b3">εἰς τὸν βίον, πρὸς τοὺς πολέμους</b>, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.270 S., <span class="title">Mus.</span> p.69 K.: also συνέργεια, <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>36.14</span> (ii B.C.), Gal. 19.472: pl., <span class="bibl">Arist. <span class="title">Oec.</span>1343b17</span> (<b class="b3">-ίαι</b>, v.l. [[-είαι]]). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[conspiracy]], [[collusion]], <span class="bibl">D.56.8</span>; περί τι <span class="bibl">Din.1.112</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:55, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεργία Medium diacritics: συνεργία Low diacritics: συνεργία Capitals: ΣΥΝΕΡΓΙΑ
Transliteration A: synergía Transliteration B: synergia Transliteration C: synergia Beta Code: sunergi/a

English (LSJ)

ἡ, A co-operation, Arist.Pr.876b15, Plb.8.33.10; εἰς τὸν βίον, πρὸς τοὺς πολέμους, Phld.Rh.1.270 S., Mus. p.69 K.: also συνέργεια, UPZ36.14 (ii B.C.), Gal. 19.472: pl., Arist. Oec.1343b17 (-ίαι, v.l. -είαι). II conspiracy, collusion, D.56.8; περί τι Din.1.112.

Greek (Liddell-Scott)

συνεργία: ἡ, ἡ ἀπὸ κοινοῦ ἐργασία, συνεργασία, βοήθεια, Ἀριστ. Προβλ. 4. 2, 4· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Οἰκον. 1. 3, 2, Πολύβ. 8. 35, 10. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, συνωμοσία, συνεννόησις ἐπὶ κακῷ, Δημ. 1285. 17· περί τι Δείναρχ. 104. 33.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 coopération, concours, assistance;
2 en mauv. part conspiration.
Étymologie: συνεργός.

Greek Monolingual

και συνέργεια, η, ΝΜΑ συνεργός / συνεργής
1. το να είναι κανείς συνεργός σε κάτι, σύμπραξη, συνεργασία («εἰς συνεργίαν καλῶν καὶ ὠφελίμων», Αθανάσ.)
2. φρ. «διαβόλου συνεργίᾳ» ή «διαβολικῇ συνεργίᾳ» — με την έμπνευση και την καθοδήγηση του διαβόλου
νεοελλ.
1. (ποιν. δίκ.) μορφή συμμετοχής σε έγκλημα, η οποία συνίσταται στην παροχή στον δράστη ψυχικής ή υλικής υποστήριξης κατά την τέλεση του εγκλήματος
2. βιολ. συνεργασία πολλών οργάνων ενός οργανισμού για την επίτευξη μιας λειτουργίας («συνεργία μυών»)
3. χημ. φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο οι επιπτώσεις από τη συνδυασμένη δράση δύο διακεκριμένων χημικών ουσιών είναι εντονότερες από αυτές που προέρχονται από την δράση της καθεμιάς ξεχωριστά
4. (φαρμ.) φαινόμενο κατά το οποίο οι διαφορετικοί τρόποι δράσης δύο φαρμάκων αλληλοενισχύονται τείνοντας προς τον ίδιο στόχο
5. (οικον.) φαινόμενο κατά το οποίο επιτυγχάνεται ένα συνθετικό αποτέλεσμα που είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα τών επιμέρους συστατικών μερών του
6. το αποτέλεσμα τών απρογραμμάτιστων και ασυντόνιστων αλλά συγκλινουσών ενεργειών που επιτελούν μεμονωμένα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας
7. φρ. «παραγοντική συνέργεια»
βιολ. η υποχρεωτική συνεργασία δύο ή περισσότερων γονιδίων τα οποία συντονίζουν και ρυθμίζουν ένα κληρονομικό χαρακτηριστικό
μσν.-αρχ.
συμπαράσταση, βοήθεια
αρχ.
συνωμοσία («τὰ περὶ τὸν σῑτον ἐκ τῶν τοιούτων ἐπιστολῶν καὶ συνεργιῶν», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

συνεργία: ἡ (συνεργέω), από κοινού εργασία, συνεργασία, συμμετοχή, σύμπραξη, σε Αριστ.· με αρνητική σημασία, συνωμοσία, συνεννόηση για δόλιο σκοπό, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συνεργία:
1) сотрудничество, содействие, помощь Arst., Polyb.;
2) соучастие, сообщничество Dem.

Middle Liddell

συνεργία, ἡ, συνεργέω
joint working, cooperation, Arist.; in bad sense, conspiracy, collusion, Dem.