ταξιαρχία: Difference between revisions

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=taksiarchia
|Transliteration C=taksiarchia
|Beta Code=taciarxi/a
|Beta Code=taciarxi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[office of taxiarch]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1322b3</span>, <span class="bibl">Polyaen.3.9.10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[τάξις]] <span class="bibl">1.4b</span>, Ascl.<span class="title">Tact.</span>3.4, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Tact.</span>10.9</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>9.10</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[office of taxiarch]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1322b3</span>, <span class="bibl">Polyaen.3.9.10</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[τάξις]] <span class="bibl">1.4b</span>, Ascl.<span class="title">Tact.</span>3.4, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Tact.</span>10.9</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>9.10</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:40, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταξῐαρχία Medium diacritics: ταξιαρχία Low diacritics: ταξιαρχία Capitals: ΤΑΞΙΑΡΧΙΑ
Transliteration A: taxiarchía Transliteration B: taxiarchia Transliteration C: taksiarchia Beta Code: taciarxi/a

English (LSJ)

ἡ, A office of taxiarch, Arist.Pol.1322b3, Polyaen.3.9.10. II = τάξις 1.4b, Ascl.Tact.3.4, Arr.Tact.10.9, Ael.Tact.9.10.

German (Pape)

[Seite 1068] ἡ, Amt oder Geschäft des ταξίαρχος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ταξιαρχία: ἡ, τὸ ἔργον καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ ταξιάρχου, Ἀριστ. Πολιτ. 6. 8, 15, Πολύαιν. 3. 9. 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
charge de ταξίαρχος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ ταξίαρχος
(στην αρχ. Ελλ.) το έργο ή το αξίωμα του ταξιάρχου
νεοελλ.
1. στρ. σχηματισμός μονάδων διαφόρων όπλων και σωμάτων υπό ενιαία διοίκηση, ο οποίος αποτελείται συνήθως από 2 ή 3 συντάγματα πεζικού υποστηριζόμενα από μοίρα ή μοίρες πυροβολικού μάχης, από μονάδες τεθωρακισμένων και μονάδες σωμάτων τεχνικού, εφοδιασμού -μεταφορών, υλικού πολέμου
2. φρ. α) «διεθνείς ταξιαρχίες» — σώματα ξένων εθελοντών που οργανώθηκαν στο Παρίσι από την Κομιντέρν και αγωνίστηκαν στην Ισπανία στο πλευρό τών Δημοκρατικών εναντίον του Φράνκο κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πολέμου 1936-1939
β) «Ερυθρές Ταξιαρχίες» — εξτρεμιστική μυστική τρομοκρατική οργάνωση αριστερής απόκλισης που έδρασε κυρίως στην Ιταλία
μσν.-αρχ.
ταξινόμηση αρχών.

Greek Monotonic

ταξιαρχία: ἡ, το έργο και το αξίωμα του ταξίαρχου, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ταξιαρχία: ἡ должность таксиарха Arst.

Middle Liddell


the office of taxiarch, Arist. [from ταξίαρχος